Δήμος Καλαβρύτων

Δήμος Καλαβρύτων (10)

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 08:18

Σούβαρδο

Written by

10 Δεκεμβρίου 1943

Το Σούβαρδο είναι ένα όμορφο χωριό των Καλαβρύτων που βρίσκεται στους πρόποδες του Χελμού κτισμένο σε υψόμετρο 1.250 μ. σε απόσταση 13χλμ. από τα Καλάβρυτα.

Χαρακτηριστικά του τόπου είναι το πυκνό ελατοδάσος που  περιβάλλει το χωριό,η πλούσια πανίδα,τα κρυστάλλινα νερά των πηγών του και η απέραντη θέα.

Όσον αφορά την ονομασία του χωριού έχει επικρατήσει η πρώτη και καλύτερα θεμελιωμένη άποψη πως το όνομα είναι βυζαντινής προέλευσης και προέρχεται από  Έσω Βάρδα-Σουβάρδα-Σούβαρδο.Το Έσω Βάρδα στα βυζαντινά κτηματολόγια μεταφέρεται ως Σωβάρδα που σημαίνει κτήματα κοντά στο χωριό. Υπάρχουν και άλλες απόψεις όπως αυτή που θέλει το όνομα να προέρχεται από το Σου=Νερό και βαρ=έχει και είναι επομένως τουρκικής προελεύσεως η οποία άποψη δεν φαίνεται τόσο ισχυρή αφού το χωριό υπήρχε πολύ πριν την έλευση των Τούρκων.

Ο τόπος του Σουβάρδου από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι τον 4ον π.χ αιώνα ήταν παρθένο δάσος.Αυτό το αποδεικνύουν η μορφολογία του εδάφους,οι κλιματολογικές συνθήκες, η ιστορία της περιοχής και το γεγονός ότι δεν έχουν βρεθεί αρχαιολογικά ευρήματα, δεν αναφέρεται καθόλου από τους ιστορικούς, ούτε μύθοι και σχετικές παραδόσεις υπάρχουν. Σιγά σιγά ο χώρος θα αρχίσει να κατοικείται από διάσπαρτες ομάδες Αρκάδων κυρίως κτηνοτρόφων που ξέρουν την περιοχή και ζούν σε καλύβες στην θέση ¨Παλιο-Σούβαρδο¨ στο ανατολικό μέρος του σημερινού χωριού όπου υπήρχε πολύ νερό.Κατά την χειμερινή περίοδο οι κάτοικοι μετακινούνται σε ηπιότερο κλίμα,είναι γνωστό ότι στον μικρό κάμπο μεταξύ στάσης Κερπινής και Καλαβρύτων όπως και στην πεδιάδα της Βυσωκάς υπήρχαν χωράφια κυριότητος Σουβαρδιτών που ακόμα και σήμερα διεκδικούνται από τους απογόνους τους. Κατά την περίοδο του πρώιμου Βυζαντίου (330-700),ο χώρος του Σουβάρδου ανήκει κατά την πλειοψηφία του σε μεγαλοκτηματίες ή στο Μ. Σπήλαιο. Έτσι οι κάτοικοι αρχικά ήταν υπηρέτες κτηνοτρόφοι ή γεωργοί που δούλευαν για λογαριασμό των ιδιοκτητών. Κατά την περίοδο μεταξύ 1000 και 1100 Ηπειρώτες κτηνοτρόφοι πιεζόμενοι από επιδρομές Ιλλυρικών φυλών αναγκάζονται να εκπατριστούν και μία από τις περιοχές που είναι πρόσφορες για βοσκή, είναι αυτή των Καλαβρύτων. Από όσα έχουν προαναφερθεί προκύπτει ότι οι Ηπειρώτες δεν δημιούργησαν τις πρώτες κοινότητες Σουβάρδου αλλά βρήκαν προγενέστερους οικισμούς. Ο ρόλος του Μ.Σπηλαίου υπήρξε καθοριστικός στη ζωή, την ανάπτυξη και μάλλον στη δημιουργία του Σουβάρδου, από τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχε μονοπάτι που οδηγούσε από το Σούβαρδο στο Μ.Σπήλαιο.

Σε αυτήν την περίοδο αν όχι νωρίτερα δημιουργείται ο οικισμός (με κτίσματα) στη σημερινή θέση του χωριού και προκύπτει η ονομασία “Παλιο-Σούβαρδο” ως σημείο θερινής πρόχειρης εγκατάστασης. Κατά το 1204-1325 το Σούβαρδο ανήκει σε ένα από τα 12 Φέουδα της Βαρωνίας Καλαβρύτων, οι Σουβαρδίτες άρχισαν να ασχολούνται πιο συστηματικά με τη γεωργία, αφού είχε παραχωρηθεί γη στους ορεινούς.  Το 1460 το Σούβαρδο καταλαμβάνεται απο τους Οθωμανούς όπως και ολόκληρη η Πελοπόννησος. Τον Μάιο του 1826 κατά την περίοδο της επανάστασης σε μια επιδρομή του Ιμπραήμ κάηκαν τόσο το Σούβαρδο όσο και το Βραχνί ενώ οι κάτοικοί τους, άλλοι καταφεύγουν στο Μ.Σπήλαιο, άλλοι στα γύρω βουνά και οι περισσότεροι στο καστράκι. Οι απώλειες για το Σούβαρδο και το Βραχνί ήταν μεγάλες καθώς χάθηκαν 200 Σουβαρδίτες και ανάλογοι Βραχνέοι.

Κατά τη Γερμανική κατοχή που η αντίσταση βαδίζει στην κορύφωσή της το χωριό προσφέρεται για καταφύγιο ανταρτών και αντιστασιακών πολιτικά οργανωμένων.

Στις 9-12-1943 λίγες μέρες πριν το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων (13-12-1943) οι Γερμανοί έφτασαν στο χωριό και εκτέλεσαν πέντε αντιστασιακούς Καλαβρυτινούς λίγο μετά την κάτω βρύση. Την νύχτα οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό και σώθηκε μόνο η εκκλησία και δύο σπίτια.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 δεν αρχίζει αμέσως η επούλωση των πληγών του πολέμου και η ανοικοδόμηση της γιατί μεσολαβεί ο εμφύλιος ο οποίος ουσιαστικά ξεκινάει τον Δεκέμβριο του 1944. Έτσι η ζωή στο Σούβαρδο δεν αποκαθίσταται αμέσως στον προπολεμικό της ρυθμό, ιδίως την περίοδο 1943-1949 δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για θερινή διαμονή γιατί η μη ομαλή κατάσταση σε όλη τη χώρα, ιδίως στην ύπαιθρο είναι απαγορευτική. Όμως κατά το έτος 1949 η επάνοδος των κτηνοτρόφων από το Κουρτέσι Ηλείας και των γεωργών από τα Βραχνέικα και Τσουκαλέικα Αχαίας συνεχίζεται, εκείνη την περίοδο οι Σουβαρδίτες με στερήσεις ξαναχτίζουν τα σπίτια τους επάνω στα ερείπια. Εκτός από αυτούς όμως σπίτια έκτισαν και παραθεριστές που αγάπησαν το Σούβαρδο, η γεωργία όμως που έστω και στοιχειωδώς απασχολούσε μερικούς κατοίκους μέχρι το 1944 εγκαταλείπεται ολοκληρωτικά. Οι κτηνοτρόφοι συνεχίζουν ν’ανεβάζουν τα κοπάδια κατά τη θερινή περίοδο, αλλά και εκείνοι μειώνονται σταδιακά. Το Σούβαρδο σαν θέρετρο από το 1950 και μετά βρίσκεται σε συνεχή άνοδο για να φτάσει στο μεταπολεμικό αποκορύφωμα του τη δεκαετία 1980.

 

πηγή: βιβλίο Σούβαρδο-Αντρέας Παπανικολόπουλος

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 08:16

Σκεπαστό

Written by

29 Νοεμβρίου 1943/13-14 Δεκεμβρίου 1943

Μαρτυρία Αλεξάνδρας Ρεστέμη-Παπακωνσταντίνου

Στο βομβαρδισμό του χωριού μου, της Βυσωκάς, στις 29 Νοέμβρη του ’43 ήμουνα πάνω στα Ξυνταρέικα, σ’ ένα σπίτι. Ακούσαμε τ’ αεροπλάνα που ερχόσαντε  και πήραμε το ένα παιδί εγώ και το άλλο η μάνα μου: Τον Κυριάκο τον κράταγα εγώ και το μικρό, το Θανασάκη, τον βάσταγε η μάνα του.

Καταλάβαμε ότι θα μας βομβαρδίσουν και τρέξαμε να βγούμε πέρα στο λαγκάδι. Μας προλαβαίνουν τ’ αεροπλάνα∙ βλέπουμε ένα αεροπλάνο από πάνω, αμολάει δυο βόμβες κι ερχόσαντε κάτω σφυρίζοντας, η μια κατά πάνω μας κι η άλλη πιο πέρα. Κλείσαμε τα μάτια και περιμέναμε το τέλος… Η βόμβα δεν έσκασε όμως επάνω μας, έπεσε μέσα στο σπίτι και μας πνίξανε τα χώματα… Η άλλη χτύπησε το μωρό στο κεφαλάκι του και πήγε να το σκοτώσει. Όταν συνήλθαμε, το πήραμε, το πήγαμε στα Καλάβρυτα, αλλά πέθανε στο δρόμο και το φέραμε πίσω πεθαμένο…

Ο πατέρας μου είχε πάει στο σχολείο να βρει τα δυο μικρά παιδιά, τον Ανδρέα και τον Θανάση. Τα είχε πάει ο δάσκαλος πέρα στο λαγκάδι.

Τότε σκοτώθηκαν κάμποσοι στο χωριό. Ευτυχώς ήταν μια μέρα πριν τη γιορτή του Αγίου Ανδρέα, γιατί αλλιώς θα χανόταν πολύς κόσμος.

Στις 9 Δεκεμβρίου το πρωί θυμάμαι που πιάσανε όλους τους άντρες και τους πήγανε στην Αγία Άννα. Τους είχανε μαζέψει για να τους σκοτώσουνε. Ύστερα, ήρθε κάποιος από την Πάτρα, μίλησε με τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος και τους άφησαν ελεύθερους. Τους είπαν –όπως μάθαμε από τον πατέρα μου, όταν επέστρεψε στο σπίτι–  ότι δεν θα τους πειράξουν, αν δε φύγουν απ’ το χωριό∙ οι περισσότεροι όμως φοβήθηκαν κι έφυγαν.

Στις 12 του μήνα βγήκαν οι Γερμανοί και μάζεψαν όλα τα πρόβατα και τα παιδιά που ήταν μαζί τους και τους πήγαν στα Καλάβρυτα. Εκείνη τη μέρα έπιασαν τέσσερις-πέντε και μας είπαν πως, αν δε φέρουμε το καλύτερο χαλί που έχει ο καθένας στο σπίτι του, θα τους σκοτώσουν. Πήρα κι εγώ ένα χαλί απ’ το γιούκο –απ’ τα ρούχα τα καλά που είχαμε– το πήγα στην πλατεία –όχι εγώ μόνο, όλο το χωριό– και τους αφήσανε ελεύθερους.

Την ώρα που πήγα στην πλατεία, ο πατέρας, που είχε μάθει ότι μας πήραν το παιδί, έφυγε για τα Καλάβρυτα, για να μάθει τι απέγινε. Μετά, τον πιάσανε κι αυτόν, τον κρατήσανε μέσα και την άλλη μέρα, στις 13, τον εκτέλεσαν.

Εμείς πήγαμε στου Κατσικαντρέα, εκεί στ’ αμπέλι, βλέπαμε τα Καλάβρυτα που καιγόντουσαν και κλαίγαμε. Θυμάμαι πως, όταν ερχόταν ο στρατός απ’ τα Καλάβρυτα, ξέκοψε ένας, ήρθε προς το μέρος μας και μας έδωσε να καταλάβουμε ότι πρέπει να φύγουμε, για μη μας σκοτώσουν. Φύγαμε, όπως είμαστε, με τα ρούχα που φορούσαμε – ούτε που ανεβήκαμε στο σπίτι να πάρουμε τίποτα– και πήγαμε πέρα στου Κατσιφάρα. Περάσαμε στο λαγκάδι, αρχίσανε οι Γερμανοί να χτυπάνε, πέσαμε κάτω, κρυφτήκαμε μέσα στο λαγκάδι κι όταν βγήκαμε από κει πήγαμε στη Γουμένισσα. Εκεί πήγαμε σε κάποιο σπίτι, θυμάμαι, και ζητήσαμε λίγο ψωμί να μας δώσουνε. Φεύγοντας από κει, πήγαμε σ’ ένα ξωκλήσι πάνω στο βουνό.

Στριμωχτήκαμε εκεί μέσα, πολύς κόσμος, και κάθε τόσο έφευγε κάποιος νεότερος και πήγαινε να μάθει αν έφυγαν οι Γερμανοί, για να γυρίσουμε στο χωριό. Έφυγαν έπειτα από δύο μέρες. Όταν επιστρέψαμε, βρήκαμε τα σπίτια μας καμένα. Πήγαμε στα Καλάβρυτα κι είδαμε το κακό που ‘χε γίνει. Όποιος είχε ανάμεσα στους σκοτωμένους δικούς τους ανθρώπους, έψαξε να τους βρει και τους έθαψε εκεί πέρα όπως μπορούσε… Όλα τα σπίτια ήταν καμένα, δεν υπήρχαν άνδρες, κανείς, μόνο γυναίκες υπήρχαν…

 

Πηγή.  ΔΜΚΟ

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 08:12

Ρωγοί

Written by

8 Δεκεμβρίου 1943

Το Ιστορικό της Σφαγής
Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό στις 8 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα και κάλεσαν τον ιερέα του χωριού Παπα-Χρήστο Κανελλόπουλο να χτυπήσει δυνατά την καμπάνα για να συγκεντρωθούν όλοι οι άντρες στην πλατεία με την πρόφαση πως θα τους αποζημίωναν για τα ζώα που τους είχαν επιτάξει. Ξεχύθηκαν σε μια έρευνα των σπιτιών, των σταύλων, και των αχυρώνων για να μη διαφύγει κανείς. Δύο υπερίληκες που δεν ακολούθησαν τους άλλους στην πλατεία εκτελέστηκαν επί τόπου.

Στη συνέχεια τους έκλεισαν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και να βγαίνουν έξι-έξι για να πληρωθούν. Ο εκνευρισμός όμως των Γερμανών, οι αυστηρές διαταγές, το στήσιμο των πολυβόλων δεν άφηναν ουδεμία αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Ο Παπα-Χρήστος Κανελλόπουλος διαισθανόμενος το τέλος από την Ωραία Πύλη καλεί όλους να γονατίσουν και να αλληλοσυγχωρηθούν διαβάζοντας μια συγχωρητική ευχή καλείται η πρώτη εξάδα να εξέλθει προπορεύονται έξι ηλικιωμένοι τα πολυβόλα κροτάλισαν στη συνέχεια άλλοι έξι και άλλοι έξι.

Απολογισμός 65 αθώοι νεκροί. Επέζησαν (5) πέντε. Τέσσερις τρέχοντας μέσα στις φλόγες και στη βροχή των σφαιρών πήδησαν στο γκρεμό και ένας βαριά τραυματίας. Τρεις απανθρακώθηκαν κρυμμένοι στο ταβάνι-και τέμπλο.

Το χωριό πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Τόση ήταν η φωτιά που στα σπίτια δεν έμεινε ούτε ξινάρι να ανοίξουν τάφους για τους νεκρούς τάφηκαν ύστερα από μια εβδομάδα σε ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο και στον τόπο της εκτέλεσης.

Η Αγία Βαρβάρα ξανακτίστηκε με έρανο του Γυμνασίου της 7ης Τάξης και Π.Α. Εκπαιδευτικής και διασωθέντων αναφέρονται στο μνημείο μαυσωλείο που έχουν ανεγείρει οι Ρογίτες το 1972

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:58

Μονή Μεγάλου Σπηλαίου

Written by

8 Δεκεμβρίου 1943

Μαρτυρία π. Νικηφόρου Θεοδωρόπουλου

 

Οι Γερμανοί ανέβηκαν στο μοναστήρι στις 8 Δεκέμβρη το πρωί. Οι μοναχοί και το προσωπικό της Μονής έτρεξαν να τους περιποιηθούνε. Μάλιστα σε  δυο αξιωματικούς έστρωσαν κοιμηθούνε.

Το μεσημέρι λοιπόν, μάλλον το απογευματάκι ήταν, ήρθε απότομα ένας αγγελιαφόρος με ένα άλογο και δίνει ένα χαρτί στον αξιωματικό. Και μόλις το είδε αυτό, άλλαξε όψη, όπως μου είπαν. Αγρίεψαν και άρχισαν να μαζεύουν τους καλόγερους εκεί στην εκκλησία. Κατέβασαν και το Γέροντα Γαβριήλ σούρνοντας με τα πόδια και τους πήγαν πέρα στα ισώματα και τους σκότωσαν. Από τη μανία τους δεν γλύτωσε κι ένα καλογεροπαίδι, ο Ηλίας ο Ατσάρος-στην ίδια ηλικία με μένα, δεκατέσσερα στα δεκαπέντε. Ήταν ορφανό. Το είχε φέρει ο Μαριγόπουλος από την Αθήνα. Το ‘χε φέρει εκεί στον Καλλιόπιο και πρόσεχε και το γέροντα, τον Γαβριήλ..

Το καλογεροπαίδι, λοιπόν, την ώρα που οι Γερμανοί είχαν μαζέψει τους καλογέρους, έλειπε. Είχε πάει ψωμί στους Καραμπινιέρηδες απάνω στο φρούριο. Τώρα πώς βρέθηκαν οι καραμπινιέρηδες εκεί; Ακούστε. Όταν παραδόθηκαν στα Καλάβρυτα οι Ιταλοί και πήραν τον οπλισμό τους, οι αντάρτες μας στείλανε επτά Καραμπινιέρηδες εδώ πέρα και τους ταΐζαμε. Και αυτοί μόλις κατάλαβαν ότι έρχονται οι Γερμανοί πήγαν στο φρούριο επάνω. Αλλά την κίνηση αυτή καθώς το παιδί που τους πήγαινε το ψωμί, τα είδαν οι Γερμανοί από το απέναντι μέρος (Απάνω Ζαχλωρού). Μόλις το καλογεροπαίδι κατέβαινε στο μοναστήρι, δώσανε σήμα και το πιάσανε και το οδήγησαν μαζί με τους άλλους.

48767333

Αργότερα πήγαν προς τα εκεί, προς τα ισώματα, αναζητώντας τους καλογέρους δύο γυναίκες, του φύλακα και του φούρναρη και οι τσοπάνηδες, αλλά δεν κατάφεραν να δουν τι είχε συμβεί, ήταν και νύχτα. Την άλλη μέρα πήγαν και είδαν καλύτερα: τους είχαν γκρεμίσει από το βράχο της Κισωτής. Ειδοποίησαν και τους άλλους καλογέρους στη Ροδιά και στα Τρυπιά, ήρθαν απάνω, περισυλλέξαμε τις σορούς τους και τους ενταφιάσαμε.

Την 1η του Δεκέμβρη εγώ είχα κατέβει κάτω με τα πόδια στο Μετόχι στα Τριπιά μαζί με άλλους καλόγερους να μαζέψουμε τις ελιές. Οι γέροντες πήγαν με τα ζώα απέξω, από την Μαμουσιά. Στις 8 του μηνός ο διάκος, ο Καλλιόπιος και τα κοπέλια αποφάσισαν να έρθουν επάνω και να φέρουν επτά ζώα φορτωμένα τρόφιμα, λάδια και φαγητό για δύο ασθενείς γέροντες και ένα παιδί. Μάλιστα έλεγε να πάρει κάτω τον ένα γέροντα να ξεχειμωνιάσει. Οι Γερμανοί είχαν ανέβει εκείνη την ημέρα επάνω στο μοναστήρι. Πήγε, λοιπόν, ο Καλλιόπιος να πάρει άδεια από το φρουραρχείο του Διακοφτού. Του λέει Φρούραρχος:

«Μην πας σήμερα, αύριο να πας».

 «Όχι, εγώ θα πάω», απαντάει αυτός.

Μάλιστα ένα θείο μου που είχαν κοντά τους τα κοπέλια, τον σκαμπίλισε κιόλα. Τα πήρε τα παιδιά και ήρθαν στα Ρελέϊκα, πέρασαν από το σπίτι του (από εκεί ήταν ο Καλλιόπιος) και έφυγε και ήρθε πίσω από τον Λαδοπόταμο και βγήκε στην κορυφή του ψηλού Σταυρού. Μπροστά όμως τους βγήκε Γερμανική φρουρά, τους έπιασαν και τους πήγαν στα Ισώματα το βράδυ. Εκεί τους εκτέλεσαν και πήραν τα ζώα.

Αν ερχόταν από εδώ κάτω, θα έμπαινε και θα τους έβρισκε σκοτωμένους, δεν θα τον πιάνανε. Αλλά είπε: «Θα πάω από πάνω εγώ» και έτσι τον έπιασαν. Πίστεψε ότι αυτοί (οι Γερμανοί) δεν θα’ λα βγουν επάνω, στον ψηλό Σταυρό.

foto11

Και μετά τα Καλάβρυτα γύρισαν οι Γερμανοί στο Μ. Σπήλαιο, στις 14 του μηνός πρωί. Ήρθαν εδώ και άρχισαν να καίνε και να λεηλατούν. Ούτε κοτέτσια άφησαν, ούτε τίποτα. Σπάσανε την πόρτα και πήγαν κάτω στα κελάρια και στις αποθήκες. Έχυσαν κρασιά, πήραν τα στάρια και ρίξανε στα μουλάρια, αραποσίτια και όλα τα κατέκαψαν. Το κτήριο δεν καιγόταν, γιατί ντουβάρια και τζαμαρίες ήταν, δεν είχε τίποτα να καεί. Αλλά έξω δεν άφησαν τίποτα. Το σπουδαίο ήταν πως το εκκλησάκι που ήσαν μέσα η εικόνα και τα άγια λείψανα και ό,τι πολύτιμο είχαμε παρέμεινε ανέπαφο. Οι πόρτες έμεναν κλεισμένες! Δεν παραβιάστηκαν.

Εδώ είναι το μεγάλο μυστήριο. Ευλαβής ήταν αυτός ο χριστιανός και σεβάστηκαν την εκκλησία και δεν έβαλαν φωτιά; Τους στράβωσε η Παναγία; Και έτσι σώθηκε μόνη της η Παναγία!

Αργότερα το κτήριο της μονής ανακατασκευάστηκε και ανακαινίστηκε και κόστισε δέκα οκτώ εκατομμύρια δραχμές. Δεν υπήρχε ενδιαφέρον από κράτος! Μόνο, ένας Παναγής Τσαλδάρης (πρωθυπουργός) είχε βαφτιστεί εδώ και ρώτησε (πήρε τηλέφωνο):

«Σώθηκε η Παναγία;»

«Ναι»

«Τότε μην σας νοιάζει, το μοναστήρι θα το φτιάξω εγώ. Αφού σώθηκε η Παναγία, τα άλλα δεν μας ενδιαφέρουν τόσο».

 

Πηγή ΔΜΚΟ

 

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:57

Μονή Αγίας Λαύρας

Written by

14 Δεκεμβρίου 1943

 

Μαρτυρία π. Τιμοθέου Καποτά

Στις 14 του Δεκέμβρη το πρωί, όταν είδα ότι καιγόταν η Βυσωκά, σκέφτηκα ότι θα έχουμε την ίδια τύχη και εμείς εδώ στο μοναστήρι. Έτρεξα στο κελί μου κι άρχιζα να βγάζω έξω μερικά πράγματα. Την ώρα που μετέφερα τη μηχανή του ραψίματος της μακαρίτισσας της Ευτυχίας, με συναντάει κάτω στην καγκελόπορτα ο ηγούμενος (π. Πάικος) και μου λέει:

«Τέτοια πράγματα κάνεις;» Δεν του απάντησα.

Γυρίζω πάλι πίσω και πήρα λίγο αλεύρι που είχα και το πήγαινα προς το Δάσος.  Έρχεται ο μακαρίτης ο Βασίλειος ο πνευματικός και μου λέει:

«Έλα σε παρακαλώ, έλα και εσύ».

Ανέβηκα επάνω, στην αίθουσα των κειμηλίων. Ήσαν συγκεντρωμένοι εκεί καμιά 20αριά καλόγεροι και κάποιοι δάσκαλοι ή καθηγητές.

Πήρα το λόγο εγώ, παρότι ήμουν ο μικρότερος και έπρεπε να μιλήσω τελευταίος· ήμουν τότε τριάντα τριών ετών.

«Άγιε Ηγούμενε, μου επιτρέπεις να πω την γνώμη μου;»

Μου δίνει την άδεια και απευθυνόμενος προς τη σύναξη λέω :

«Κατά τη γνώμη μου πρέπει να φύγουμε».

«Δεν πρέπει να φύγουμε, γιατί πρέπει να υπερασπίσουμε τα άγιά μας. Ο Άγιος Αλέξιος μας έχει εδώ τόσα χρόνια», απάντησε ο ηγούμενος σε αυστηρό ύφος.

«Γέροντα, μήπως θα μας ρωτήσουν εμάς οι Γερμανοί για το Χριστό, για να πάμε ως μάρτυρες; » Ξαναλέω εγώ.

«Σε διατάζω», μου απαντάει.

 

Κατεβάζω το κεφάλι και φεύγω και πάω κατευθείαν σε ένα κελί. Μπαίνω μέσα και κοιτάω προς τα κάτω, κατά τη Βυσωκά. Βλέπω τους Γερμανούς να ανεβαίνουν προς το μοναστήρι. Φεύγω λοιπόν από κει και πάω πάλι στον Ηγούμενο και του λέω:

«Άγιε Ηγούμενε, τα Καλάβρυτα κάηκαν, το διαπιστώσαμε. Οι Γερμανοί έφυγαν από τα Καλάβρυτα, πήγανε στη Βυσωκά, την κάψανε και έρχονται τώρα προς τα εδώ. Πού είναι οι άνθρωποι που κάηκαν και δεν έχουν ούτε ρούχο να φορέσουν, ούτε φαϊ να φάνε, ούτε τίποτα; Πώς δεν ήρθαν εδώ να κοιμηθούνε; Πού είναι αυτοί οι άνθρωποι; Αυτό δεν σε βάζει σε έννοια, γέροντα; »

Μου φάνηκε σαν να τον συγκλόνισαν τα λόγια μου. Ωστόσο, δεν μίλησε.

Φεύγω και πάω στο κελί μου. Είχα πάρει την απόφασή μου: θα ‘φευγα στο δάσος. Ζαλώθηκα ένα μεγάλο μπαούλο -που ‘χα και ‘βαζα την πατάτα-, για να το πάω στο δάσος και να βάλω τις κότες μέσα. Βγαίνοντας στο διάδρομο κοιτάω από το παράθυρο και βλέπω που ερχόντουσαν οι Γερμανοί· ήσαν στα κυπαρίσσια. Πετάγομαι έξω και κι άρχισα να φωνάζω:

«Έρχονται οι Γερμανοί, φύγετε, φύγετε. Άγιε Ηγούμενε, τι κάνεις;. Θα πάρεις τον κόσμος τον λαιμό σου;».

Και φύγανε όλοι. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα τότε.

Γυρίζω πίσω και πήρα λίγο ψωμί, ένα πανωφόρι και ένα κιάλι στα χέρια μου, τα πήρα και όταν εγώ έβγαινα έξω να κάνω κατά το ηρώο οι Γερμανοί ήσαν στον ιστορικό ναό. Τόσο κοντά. Από εκεί λοιπόν πήγα πάνω στο βουνό-μια ώρα μακριά από το μοναστήρι- και συνάντησα εκεί τον ηγούμενο, που είχε διαφύγει από έναν άλλο δρόμο. Οι υπόλοιποι μοναχοί είχαν κάνει προς την Κρανιά. Κάποια στιγμή κοιτάω και βλέπω, όπως φύσαγε ο αέρας, τέσσερα μέτρα τις φλόγες που ξεπετάγονταν από το μοναστήρι και λέω:

«Καίγεται η Αγία Λαύρα, Άγιε Ηγούμενε».

Τα ιερά κειμήλια, ωστόσο, τα σώσαμε. Τα πιο πολλά –τα ιστορικά και θρησκευτικά- τα ‘χαμε βάλει μέσα σε μια κρύπτη ενός θόλου που επικοινωνούσε από πάνω μ’ ένα κελί. Βούτηξα τ’ αντερί μου μέσα στο νερό, το φόρεσα και πήδηξα από το κελί κάτω στην κρύπτη. Σήκωσα τις αμπάρες από την πόρτα και μπήκανε οι μοναχοί και τα πήρανε. Έτσι τα σώσαμε.

Την εκκλησία δεν την έκαψαν. Είχαμε αφήσει μερικά-για παραπλάνηση- μήπως μας ζητήσουν λόγο για το πού είναι τα κειμήλια…

 

Στις 14 Δεκέμβρη 1943 εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς κάτω από τον ιστορικό πλάτανο της Αγίας Λαύρας οι :

Χρυσανθακόπουλος Ευθύμιος  (ιερομόναχος)

Νασιόπουλος Βασίλειος (ιερομόναχος)

Νεόφυτος Αρφάνης (μοναχός)

Ασημακόπουλος Αγαθάγγελος (ιερομόναχος)

Παπαρρηγόπουλος Αμβρόσιος (ιερομόναχος)  –

Μπράτσικας Παναγιώτης  (φύλακας της μονής )

 

Πηγή ΔΜΚΟ

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:45

Λαπατοχώρια

Written by

29 Ιουλίου 1943

Ο βομβαρδισμός των Λαπατοχωρίων, Μανεσίου, Τρεκλίστρας, Λαπάτας από τα γερμανικά στούκας στις 29 Ιουλίου 1943.

Οι Γερμανοί βομβάρδισαν το χωριό μου, την Τρεκλίστρα, στις 29 Ιουλίου 1943, ημέρα Τετάρτη και ώρα 5-6 μμ. Την ημέρα εκείνη είχα πάει στα Καλάβρυτα μ’ ένα ζώο που ‘χα πάρει δανεικό από κάποιον φίλο. Επέστρεψα λίγο πριν τον βομβαρδισμό.
Δεν πρόλαβα να μπω στο σπίτι, όταν άκουσα έναν θόρυβο ασυνήθιστο. Βγήκα στο μπαλκόνι. Ήταν ένας υπόκωφος θόρυβος αεροπλάνων που πλησίαζαν. Δεν έμοιαζε μ’ εκείνον των συμμαχικών αεροπλάνων που πετούσαν συχνά-κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής-πάνω απ’ την περιοχή μας. Κοιτάζοντας στην κατεύθυνση Γουμένισσα προς Καλάβρυτα διέκρινα εφτά σμήνη αεροπλάνων σε διάταξη των τριών. Η βουή τους, καθώς πλησίαζαν, γινόταν πιο μεγάλη. Σ’ έπιανε ρίγος. Καθώς τα κοίταζα, είδα ότι ένα ξέκοψε και πήγε προς τα κάτω, στους Πετσάκους κι έπεσε προς το Αίγιο. Πέταγαν τα αεροπλάνα. Τα κοιτάγαμε και χαζεύαμε. Δεν ξέραμε πώς είχαν ειδοποιηθεί για να κάνουν ό,τι έκαναν.
Παρακολουθώντας τα απ’ το μπαλκόνι είδα την πρώτη δεσμίδα (τρεις-τέσσερις βόμβες μαζί) που έπεσε πάνω απ’ το χωριό Μελίσσια. Είπα στη μητέρα μου:
«Δέματα ρίχνουνε, θα πάω εκεί πάνω».
Με έπιασε στη σκάλα είπε:
«Όχι, παιδί μου, μην πας πρώτος εσύ. Άσε, μήπως πάει κανείς άλλος και κλέψει τίποτα και πάθουμε καμιά ζημιά».
Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε την κουβέντα, ακούστηκε η έκρηξη στο Μάνεσι, η οποία πρέπει να ήταν και η μοναδική δεσμίδα που έπεσε εκεί. Εγώ υπολογίζω ότι έγινε από κακή αναγνώριση του στόχου. Μετά έκαναν κύκλους. Μπούμπουκα- Ασάνι- Φλάμπουρα και γύριζαν από τη Λαπάτα. Ένα-ένα που έφτανε πάνω απ’ το χωριό, εφορμούσε κάθετα -επρόκειτο για τα περιβόητα Στούκας- και άνετα έριχνε τις βόμβες. Ήρθαν κατά τις 5:00 με 6:00, το απογευματάκι. Έπεσαν πολλές βόμβες με επίκεντρο το Τρεχλό και τον οικισμό Λαπάτα. Θυμάμαι πως μία απ’ αυτές έπεσε εκεί, όπου πριν λίγη ώρα, επιστρέφοντας από τα Καλάβρυτα, έδεσα το ζώο. Δεν έμεινε τίποτα. Από τύχη γλύτωσα.
Οι περισσότεροι κάτοικοι την ώρα του βομβαρδισμού βρίσκονταν στα κτήματά τους. Αν επέστρεφαν λίγο νωρίτερα, θα θρηνούσαμε πολλά θύματα. Παρ’ όλα αυτά είχαμε δώδεκα νεκρούς. Αμάχους, γυναικόπαιδα.
Η καταστροφή που έγινε απ’ το βομβαρδισμό ήταν τεράστια. Σπίτια ξεθεμελιώθηκαν, στέγες κατέρρευσαν, νοικοκυριά διαλύθηκαν. Απ’ το ωστικό κύμα των φοβερών εκείνων εκρήξεων εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις διάφορα οικιακά σκευή σε απόσταση 1.000 μέτρων. Θυμάμαι, πήγαινε ο κόσμος μετά και τα περισυνέλεγε… Αφού έριξαν όλες αυτές τις βόμβες και τελείωσε ο βομβαρδισμός, άρχισαν να ρίχνουν με τα πολυβόλα και σκότωναν τα ζώα. Αυτά από το φόβο που προκαλούσε ο κρότος, είχαν μπουλουκιάσει και έτρεχαν να κρυφτούν μέσα στα αραποσίτια και τα στάρια προξενώντας μεγάλη ζημιά στην παραγωγή. Θυμάμαι ένα δαμάλι με τον αφρό στο στόμα -πήγαινε καμιά 500αριά οκάδες-έσκασε από το τρέξιμο. Και είπε ο γιατρός τότε:
«Δεν έχει τίποτα. Σφάξτε το και μοιράστε το να φάει ο κόσμος».
Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος

 

Μάνεσι 29 Ιουλίου 1943, ημέρα Πέμπτη. Εκείνο το απόγευμα, ξεκίνησα να πάω ένα ζευγάρι παπούτσια στην αδελφή μου, που ‘βοσκε τις γίδες. Σ’ ένα μέρος πάνω απ’ το χωριό, είδαμε να εμφανίζονται αεροπλάνα από τον «Πετρωτό», πάνω απ’ το Ασάνι. Κι άλλες φορές πέρναγαν από ψηλά αεροπλάνα, αλλά δεν τα βλέπαμε, μόνο τ’ ακούγαμε. Ήταν η πρώτη φορά που τα βλέπαμε από κοντά. Έκαναν μια στροφή πάνω απ’ το χωριό και χαμήλωσαν. Πολλοί άνθρωποι που βρίσκονταν στα αλώνια φώναζαν:
«Είναι αγγλικά, είναι δικά μας, είναι αγγλικά!»
Πίστευαν ότι είχαν έρθει οι Άγγλοι να μας απελευθερώσουν! Στη δεύτερη στροφή που έκαναν, είδαμε να φεύγουνε τρία «μπαλόνια». Για πρώτη φορά ακούσαμε βόμβα. Τραντάχτηκε η γη. Τα ‘χασα -ήμουν και μικρός. Με άρπαξε τότε στην αγκαλιά του ο μπάρμπα-Δήμος και μαζί με τη γυναίκα του αδερφού του και τα παιδιά του Τζούδα τρέξαμε και πέσαμε μέσα σε μία γράνα, όπως μας είχαν ορμηνέψει οι αντάρτες να κάνουμε σε περίπτωση βομβαρδισμού. Κι άρχισαν τα αεροπλάνα-στούκας καθέτου εφορμήσεως-να βομβαρδίζουν. Φαίνεται ότι κάποιο αεροπλάνο μάς είχε εντοπίσει, γιατί στη συνέχεια έριχναν και τα πολυβόλα και θυμάμαι που «θέριζαν» στεγνά τα κλαδιά των δέντρων. Δεν ξέρω πόσο διήρκησε ο βομβαρδισμός, είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Εκεί όπως είμαστε μέσα στη γράνα, αισθάνθηκα ένα ζέσταμα στο σώμα. Ε, λέω αίμα θα ‘ναι, κάποιος θα χτύπησε, κάποιος θα ‘χει τραυματιστεί. Τελικά ήταν η ξαδέλφη μου, είχε κατουρηθεί από το φόβο της!
Τα ζώα που βρίσκονταν στα αλώνια, μουλάρια, άλογα, γαϊδούρια, πρόβατα, γελάδια άρχισαν να τρέχουν μέσα στον κάμπο σαν δαιμονισμένα, τα ‘χε πιάσει αμόκ.
Κάποια στιγμή έφυγαν τα αεροπλάνα. Ο κόσμος άρχισε δειλά-δειλά να βγαίνει έξω, να αναζητάει ο ένας τον άλλον. Κατεβαίνοντας κάτω, δεν ξέραμε τι θα βρούμε. Θα βρούμε ζωντανούς ανθρώπους; Θα βρούμε τα σπίτια όρθια; Το χωριό, στο μεταξύ, δεν φαινόταν, είχε καλυφθεί από ομίχλη, από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Στον δρόμο συνάντησα και την αδελφή μου που θα της πήγαινα τα παπούτσια, ερχόταν κλαίγοντας. Μόλις πλησιάζαμε στο σπίτι, βγήκε η μητέρα μας να μας υποδεχτεί λέγοντας:
«Μη φοβάστε, είμαστε όλοι καλά».
Μπαίνοντας στο σπίτι είδα αίματα πολλά, στη σκάλα και δαχτυλιές στους τοίχους. Είχε τραυματιστεί η κυρά-Γεωργία η Πάσχου. Ο θείος μας, ο Χρίστος ο Παπανδρέου, μας συμβούλεψε να φύγουμε απ’ το χωριό.
«Ίσως αύριο επιστρέψουν, για να ολοκληρώσουν το έργο τους», μας είπε.
Έτσι, λοιπόν, φύγαμε και πήγαμε έξω από το χωριό σε μια πηγή, στο Κεφαλόβρυσο, όπου και καθίσαμε δύο μήνες.
Φ158Θυμάμαι που περνούσαν τους τραυματίες πάνω σε σκάλες, για να τους πάνε στην κλινική του αείμνηστου Φούρα στην Τρεκλίστρα.
Στο χωριό έπεσαν έξι βόμβες: στο κτήριο της αστυνομίας, στο μαγαζί του πατέρα μου, στην εκκλησία, στο νεκροταφείο, στον κήπο του σπιτιού του Φούρα και στο ταχυδρομείο. Οι συνεργάτες των Γερμανών της περιοχής είχαν υποδείξει επακριβώς τους στόχους.
Απολογισμός: δύο γυναίκες νεκρές – η μία αγνοούμενη – και πέντε τραυματίες».
Τάκης Δημητρόπουλος-Κατσέπας
Πηγή: Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:38

Κλειτορία

Written by

14 Δεκεμβρίου 1943

Μαρτυρία Βασιλείου Θανόπουλου

Όταν έκαψαν τα Καλάβρυτα στις 13 οι Γερμανοί, έφυγε η φάλαγγα από τα Καλάβρυτα και ήρθε προς τα Μαζέϊκα. Το πρωί ξημερώνοντας (προς τις 14 Δεκεμβρίου) έκαψαν και τα Μαζέϊκα. Ο διοικητής του Τάγματος που ήταν εκεί δεν ήθελε να τα κάψει τα Μαζέϊκα. Γιατί οι αιχμάλωτοι του είπαν ότι το χωριό –γεγονός αναμφισβήτητο- τους είχε φιλοξενήσει, τους είχε περιποιηθεί. Και δεν είχαν λόγους οι αιχμάλωτοι να πούνε ότι τους κακομεταχειριστήκαμε. Και δεν ήθελε να τα κάψει τα Μαζέϊκα. Αλλά επέμενε ο στρατηγός ο Λε Σουίρ από την Βυτίνα, με το οποίο μιλούσε επ’ αρκετή ώρα μέσω ασυρμάτου που ήταν εγκατεστημένος στο σπίτι του Ευσταθίου.
Οπότε του λέει ο στρατηγός:
«Μείνε και θα έρθω ο ίδιος».
Μπήκε σε ένα τεθωρακισμένο, τανκ, τη νύχτα (αυτά μου τα διηγήθηκε ο Πρόεδρος, ο γιατρός ο Καρκούλιας) και ήρθε στα Μαζέϊκα. Κάνανε μια βόλτα στο κέντρο του χωριού και δίνει την εντολή : .
«Κάψτε το κέντρο και αφήστε 150 σπίτια πάνω στη Ράχη».
Γι’ αυτό και υπάρχουν τα σπίτια αυτά. εκεί πάνω, δεν καήκανε. Στη συνέχεια λένε του Προέδρου:
«Στις 2 η ώρα πήγαινε χτύπησε την καμπάνα και φώναξε ότι από τις 2 η ώρα και μετά βάζουμε φωτιά στο χωριό. Τα καίμε τα Μαζέϊκα και όποιος μπορεί έχει το ελεύθερο να βγάλει όσα μπορεί πράγματα έξω».
Βγήκε ο Πρόεδρος χτύπησε την καμπάνα και φώναζε:
«Πατριώτες τα Μαζέϊκα θα τα κάψουν οι Γερμανοί. Βγάλτε όποιος μπορεί πράγματα».
Πήγανε στου Σταθόπουλου το σπίτι, ήταν το πρώτο σπίτι, όπως ερχόμαστε από τον νυν συνοικισμό τώρα που είναι η Εστία, ήταν το πρώτο σπίτι του μπάρμπα Γιάννη του Σταθόπουλου και από κει ρίξανε την φωτοβολίδα η οποία έπεσε πίσω από την καινούργια εκκλησία. Πίσω εκεί. Έγινε η έναρξη της πυρκαγιάς.
Άρχισαν πλέον οι Γερμανοί να ραντίζουν τα σπίτια με μία ειδική σκόνη. Η πρώτη φωτιά βέβαια μπήκε στου Σταθόπουλου το σπίτι, από κει πέρα που έριξε την φωτοβολίδα, ράντισαν το τραπέζι, τους τοίχους, χαιρέτησαν «Hi Χίτλερ!», μία μπιστολιά και άρχισε η φωτιά. Αλλά ήσαν και άλλα συνεργεία που έβαζαν φωτιά. Εδώ στον κέντρο έβαζαν και σκοπό, ο οποίος, αφού βεβαιωνόταν ότι ήταν πλέον αδύνατον να το σβήσεις το σπίτι, αποχωρούσε και πήγαινε στο άλλο κ. ο. κ.
Βέβαια όλα αυτά δεν μπορώ να τα περιγράψω. Ήταν μία κόλαση. Διότι η φωτιά ήταν τρομαχτική. Εκρήξεις πολλές γινόντουσαν βοή πολύ είχε η φωτιά, γυναίκες φώναζαν παιδιά έκλαιγαν, γάτες έσκουζαν, σκυλιά ούρλιαζαν, … ήταν μία πραγματική κόλαση. Εκρήξεις από τα βαγένια, γιατί όλα τα σπίτια ήσαν οργανωμένα καλά και είχαν όλοι τα κρασιά. Τα κρασιά κάνανε εκρήξεις, κλπ. Ήταν τραγωδία. Γκρεμιζόντουσαν τα χαλάσματα κάτω…

Όταν φώτισε, οι Γερμανοί αποχώρησαν. Αλλά όταν έφτασαν στη στροφή κάτω, έξω από το χωριό που πάμε προς την Τρίπολη, για κάποιο λόγο γύρισαν πίσω και κάψανε 32 σπίτια ακόμα, εκεί πάνω στο ύψωμα, στη Ράχη. Κάποιοι είπανε ότι οι Γερμανοί είδανε με τα κιάλια έναν άντρα, τον Χρήστο τον Κατσαρδή που ‘χε ανέβει στη σκεπή του σπιτιού του και προσπαθούσε μ’ένα τσεκούρι να την αποκόψει από τη σκεπή του διπλανού σπιτιού, που ανήκε στον Μήτσο τον Καρκούλια και καιγόταν. Άλλοι είπανε ότι ο Γερμανός στρατηγός θεώρησε ότι τα σπίτια που είχαν καεί ήσαν λίγα και γι’ αυτό ξαναγύρισαν να αποτελειώσουν το έργο τους.

Πηγή ΔΜΚΟ

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:30

Καλάβρυτα

Written by

13 Δεκεμβρίου 1943

Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, 13 Δεκεμβρίου 1943

Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 09/12. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός Διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.

Στις 12/12, οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη. Το πρωί στις 13/12, ημέρα Δευτέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.

Στο κτίριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν θα επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Οι Καλαβρυτινοί ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη, να καίγονται και, μαζί τους, να παραδίδονται στη φωτιά οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες.

Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Ολόκληρη η πόλη παραδόθηκε σης φλόγες.

Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε κατάφορτος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ΄ όπου άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν.

Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα. Διασώθηκαν 13 άτομα.

Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτίριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν, άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους, Μία από τις γυναίκες, η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά, ποδοπατήθηκε από το πανικόβλητο πλήθος των γυναικόπαιδων και ξεψύχησε πριν αντικρίσει το αποτρόπαιο έγκλημα.

Ύστερα, οι γυναίκες ανηφόρισαν προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα.

Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34΄ της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας.

Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με τα νύχια να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους έθαψαν εκεί στο λόφο, μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες.

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣΑκολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων «συγκίνησε και συνένωσε τους Έλληνες – δυνάμωσε τον αγώνα τους κατά του κατακτητή», ομολογεί ο τότε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Γερμανών στην Ελλάδα.

Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.

Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:28

Ζαχλωρού

Written by

8 Δεκεμβρίου 1943

Μαρτυρία Μητσόπουλου Χρήστου-επιζώντα

8 Δεκεμβρίου 1943, ημέρα Τετάρτη. Οι Γερμανοί κατεβαίνουνε σκοτώνοντας και καίγοντας από τα χωριά Κερπινή, Ρωγούς, Άνω Ζαχλωρού και φτάνουνε στην Κάτω Ζαχλωρού. Θα ‘τανε εννιά η ώρα το βράδυ. Εννιά το βράδυ είναι νύχτα και μήνα Δεκέμβριο. Αμέσως ξαπλωθήκανε μέσα στα σπίτια και συλλάβανε είκοσι κατοίκους. Οι κάτοικοι είναι πολύ περισσότεροι. Κάθε χρόνο, στις 21 Νοεμβρίου φεύγανε οι κάτοικοι, ο παπάς, ο δάσκαλος (κλείνει το σχολείο και μεταφέρεται) και κατεβαίνανε στα πεδινά, στα Ζαχλωρίτικα. Επιστρέφανε πάλι την Άνοιξη στο χωριό, στις 25 Μαρτίου. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς που συλλάβανε είχαν ακούσει, γιατί είχε διαδοθεί, ότι οι Γερμανοί ανεβαίνοντας προς τα πάνω (Καλάβρυτα) λεηλατούν, μπαίνουνε στα σπίτια και αρπάζουνε ό,τι πιο πολύτιμο ή χρήσιμο υπήρχε μέσα. Αυτοί, λοιπόν, που επιστρέψανε από τα πεδινά, ήρθανε μόνο και μόνο να προφυλάξουν τα πράγματά τους και, αν τα κατάφερναν, να τα ‘κρυβαν σε ασφαλές μέρος.

Αυτό πράξανε και οι δικοί μου -ο πατέρας μου και η μητέρα μου- και ένας γείτονάς μας, ο Θόδωρος Σπυρόπουλος με τη γυναίκα του. Ό,τι ρούχα καλά και χρήσιμα είχανε τα βάλανε κάτω στο υπόγειο και τα καλύψανε με καυσόξυλα. Τους Γερμανούς όμως, απ’ ότι αποδείχτηκε, δεν τους ενδιέφεραν αυτά. Αυτοί ήρθανε μ’ ένα σκοπό: να συλλάβουνε, όσους συλλάβουνε και να τους εκτελέσουν.

Έρχονται και μπαίνουνε στο σπίτι μας. Ανοίγουν το δωμάτιο του αδερφού μου του Βασίλη. Του πατάνε το φακό-τότε δεν υπήρχε ρεύμα-, τον βλέπουνε σκεπασμένο με μια κουβέρτα και δεν του είπανε τίποτα. Έρχονται στο άλλο δωμάτιο που ήμουνα εγώ. Πατάνε το φακό σ’ εμένα, με βλέπουν. «Κομ», μου λένε, «Σήκω», μου κάνουνε νόημα. Πάω να βάλω τα παπούτσια μου, μου τραβάνε μια σπρωξιά και με πετάνε έξω, ξυπόλητο. Ο πατέρας μου και οι άλλοι που ήταν στο κάτω πάτωμα, μόλις ακούσανε τη «Γερμανική μπότα», βγήκαν έξω στην αυλή. Από εκεί μας παίρνουνε, εμένα, τον πατέρα μου και το γείτονα, και μας πάνε από κάτω από του Μέλιου του Πλιατσικούρα το σπίτι που περνάνε οι γραμμές του τρένου, δίπλα σ’ ένα πλάτανο μεγάλο στον όχθο του Βουραϊκού. Εκεί μας μαζέψανε όλους. Μας χωρίσανε. Οι επτά σιδηροδρομικοί στη μια πλευρά και οι δεκατρείς «μελλοθάνατοι» στην άλλη πλευρά. Τους σιδηροδρομικούς τους χρειαζόντουσαν οι Γερμανοί για να κινούν τα τρένα, γι’ αυτό και απέφευγαν να τους εκτελούν. Μάλιστα τους είχανε εφοδιάσει με μια ταυτότητα (κάρτα) με τα στοιχεία τους γραμμένη στα Γερμανικά.
Ένας σιδηροδρομικός, ονόματι Χρύσανθος, που ‘χε κάνει χρόνια στη Στάση Κερπινής, τι του θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή, βγάζει και άρχιζε να φωνάζει:
«Παπίρε. ΄Ιο άις μπάν», δηλαδή «έχω κάρτα και είμαι σιδηροδρομικός».

Και ο Γερμανός τώρα με το φακό την είδε και τον έσπρωξε με τους σιδηροδρομικούς. Μετά έκανε έλεγχο σε όλους ζητώντας τους να δείχνουν την ταυτότητά τους. Ένας άλλος σιδηροδρομικός που ήτανε φύλακας στις «Πόρτες», περνώντας από εκεί οι Γερμανοί τον συλλάβανε και τον φέρανε επάνω στη Ζαχλωρού. Ξέχασε, ωστόσο, να πάρει μαζί του την κάρτα του που την είχε βάλει, πριν πλαγιάσει, μέσα στο πορτοφόλι του κάτω από το μαξιλάρι του. Πρόλαβε όμως και να φορέσει το υπηρεσιακό του καπέλο. Εδώ πάνω, λοιπόν, που γινόταν ο χωρισμός σιδηροδρομικών – «μελλοθανάτων», λέει στον Γερμανό:

«Εγώ αις μπάν».
«Παπίρε», (κάρτα) του λέει εκείνος
«Αις μπαν, καπέλο», του ξαναλέει ο φύλακας
Τότε παίρνει ο Γερμανός το καπέλο και το φοράει.
«Και γω αις μπαν», λέει με νοήματα και σπρώχνει το φουκαρά το φύλακα προς του μελλοθανάτους.
Εγώ, δεκαεφτά χρονών παιδί τότε, ήμουνα στην ομάδα των μελλοθανάτων, ενώ ο πατέρας μου στην ομάδα των σιδηροδρομικών. Μ’ έβλεπε από εκεί και ράγιζε η καρδιά του. Οι Γερμανοί μας βάλανε σε τριάδες επί της γραμμής του τρένου με πρόσωπο προς τα Καλάβρυτα. Ο πατέρας μου καθόταν πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα. Πιάνει έναν Γερμανό και δείχνοντας εμένα του ‘λεγε με νοήματα:
«Αυτό, δικό μου παιδί»
«Νίχτ» του ‘κανε ο Γερμανός.
Ξεκινάει τότε ο πατέρας μου να ‘ρθει να καθίσει στη δικιά μου τη θέση και να πάω εγώ να πάρω τη δικιά του.
«Νιχτ, νιχτ, νιχτ», επέμενε ο Γερμανός.

Ένας Αυστριακός-ψηλός και σωματώδης- στεκότανε πιο δίπλα από το Γερμανό και έβλεπε τις διαπραγματεύσεις που έκανε με τον πατέρα μου. Με πολύ μεγάλη προσοχή –βοηθούσης και της νύχτας-φεύγει από κει και όπως ήμουνα εγώ στην τριάδα, έρχεται μπροστά μου και γυρίζει το χέρι του και με γραπώνει από το ύψος του ζωστήρα του παντελονιού μου και καλύπτοντάς με με το σώμα του και με πήγε με βηματισμό χελώνας, σιγά, σιγά, σιγά, σιγά και με άφησε κοντά στον πατέρα μου. Και έτσι γλίτωσα στο τσακ.

Γιατί αμέσως μετά τους οδήγησαν 100 μέτρα πιο πάνω και άρχισαν να τους εκτελούν. Το μυδράλιο που τους χτύπαγε από πίσω σταμάτησε σε ένα σημείο και άρχισε να βαράει μονόπλευρα. Οι τέσσερις ακρινοί, αυτοί που βάδιζαν παράλληλα με την κοίτη του ποταμού αλλά προς αντίθετη κατεύθυνση, βλέποντας ότι δεν τους πέτυχε κανένα βλήμα, ρίχνουνε έναν πήδο και πέφτουνε κάτω στο ποτάμι. Οι τρεις απ’ αυτούς που ήσαν κτηνοτρόφοι και ξέρανε τα κατατόπια, από πέτρα σε πέτρα περάσανε απέναντι και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Ο τέταρτος ο Αγγελής ο Μητρόπουλος, πατέρας του Γιώργου του Μητρόπουλου, δεν τα κατάφερε να πηδήσει στην άλλη όχθη του ποταμού και να φύγει ψηλά στο βουνό, δεν τα κατάφερε. Και έμεινε μέσα στο νερό μέχρι το λαιμό και πίσω από μια πέτρα που τον προστάτευε. Αυτά μας τα διηγήθηκε και μας τα ‘δειξε ο μπάρμπα Αγγελάκης, μετά από δυο μέρες. Οι Γερμανοί, εντωμεταξύ, ρίχνοντας τη χαριστική βολή διαπίστωσαν ότι έλειπαν οι τέσσερις. Υποψιάστηκαν ότι διέφυγαν προς το ποτάμι, μια και προς το βουνό δεν υπήρχε διέξοδος. Αρχίσανε τότε να πετάνε χειροβομβίδες στο ποτάμι.

Την ώρα που βαρούσε το μυδράλιο εμάς-δηλ. εμένα, τους σιδηροδρομικούς, τον οδηγό που τους έφερε από τους Ρωγούς, ένα Δημήτρη Τσελέπη και έναν άλλο πάλι Ζαχλωρίτη τον Βασίλη Καραπαναγιώτη, ο οποίος, ενώ είχε κρυφτεί σε κάτι θάμνους πάνω στο σπίτι του, έχασε την υπομονή του βγήκε και ήρθε κοντά μας- μας είχανε στα γόνατα και μας είχανε υποχρεώσει να φωνάζουμε: ¨Χάϊ Χίτλερ¨, ¨Ζήτω ο Χίτλερ¨. Φωνάζαμε, τι να κάνουμε; Και μετά μοιράσανε κάτι χαρτάκια που γράφανε: «Δώσατε τας ευχαριστίες σας στον Ε.Λ.Α.Σ.». Εμείς, δυο-τρεις δηλαδή, τα πήραμε, τα διαβάσαμε και τα πετάξαμε.

Το απόσπασμα που εκτέλεσε τους εννέα, αφού τους πετάξανε στο ποτάμι-άλλοι βρέθηκαν την άλλη μέρα στην ακροποταμιά και άλλοι κρεμασμένοι στα πλατάνια-γύρισε πίσω εκεί που βρισκόμαστε εμείς. Δύο Γερμανοί φεύγουνε και πάνε σε μια βρυσούλα- δίπλα εκεί στου Κουβαρά του Παντελή- γεμίζουνε τα παγούρια τους νερό και επέστρεψαν εκεί, σε μας, στον πλάτανο στις γραμμές. Και άρχισαν να πλένουνε τα αιματοβαμμένα χέρια τους, που ‘χανε πασαλειφτεί κατά τη χαριστική βολή.

Στη συνέχεια μας φορτώνουν από ένα γυλιό τον καθένα και μας ανεβάζουνε κατακόρυφα για Άνω Ζαχλωρού. Το χωριό μας κάτω καιγότανε. Σχεδόν όλα τα σπίτια ήτανε φουντωμένα στη φωτιά. Οι περιουσίες μας χάνονταν. Μόλις ανεβήκαμε λιγάκι, βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μοναχικό σπίτι, άκαυτο. Σταματάμε. Φεύγει ένας Γερμανός και πάει και του ‘βαλε φωτιά. Οι υπόλοιποι, ώσπου να πάει και να γυρίσει, άρχισαν να μετρούνται. Βγαίνανε εξήντα εννέα, ενώ ήσαν εβδομήντα. Πάλι ξαναμέτρημα. Τίποτα. Ρίχνουνε δυο κόκκινες φωτοβολίδες. Το «απολωλός» βρέθηκε. Είχε μπλέξει στο βάθος του χωριού μέσα στη νύχτα και μέσα στους καπνούς και είχε χαθεί. Μόλις είδε τις φωτοβολίδες, άρχισε να φωνάζει. Του φωνάζανε και οι άλλοι από ψηλά. Ρίχνουνε τότε μια λευκή φωτοβολίδα, που έλαμψε ο τόπος. Ε, σμίξανε και συνεχίσαμε τον ανήφορο.
Φτάνουμε στο σχολείο το καινούργιο. Του βάζουνε φωτιά. Προχωράμε. Σ’ ένα δρομάκι συναντάμε τρεις Άνω Ζαχλωρίτες, μια γυναίκα, έναν Αντρέα Σπυρόπουλο και τον πατέρα του, τον Αγγελή Σπυρόπουλο. Ο ένας κρατούσε μια κούτα τσιγάρα, αυτά τα χύμα, τα «Έθνος», ο άλλος μια φιάλη με κρασί, για να τους προσφέρει. Οι Γερμανοί αδιαφόρησαν και προχώρησαν. Φτάνουμε στην εκκλησία. Καιγότανε. Ακούγαμε φωνές. Έκλαιγε μια μάνα που, όπως μάθαμε αργότερα, της είχανε σκοτώσει τα παιδιά στο λαγκάδι. Εκεί, μείναμε σχεδόν καμιά ώρα. Περιμένανε μια φάλαγγα από τους Ρωγούς, για να σμίξουνε. Μόλις ήρθε, ξεκινήσαμε πάλι την πορεία αλλά προς άλλη κατεύθυνση τώρα.
Μας κατεβάσανε στις γραμμές του τρένου και με οδηγό αυτόν τον Δημήτρη τον Τζελέπη από τους Ρωγούς συνεχίσαμε την πορεία προς τη Στάση Κερπινής.

Τρίτη, 10 Μαρτίου 2020 19:28

Βραχνί

Written by

10 Δεκεμβρίου 1943

Η καταστροφή του χωριού

Μετά τις εκτελέσεις στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και στο χωριό Σούβαρδο, οι Γερμανοί στις 9 Δεκεμβρίου έφτασαν στο γειτονικό χωριό Βραχνί. Είχαν μαζί τους 3 άνδρες αιχμαλώτους, το φαρμακοποιό Δημητρίου από τη Βυσωκά τον οποίο βρήκαν στο Σούβαρδο όπου είχε προσπαθήσει να κρυφτεί, τον νεαρό Παύλο Σωτηρακόπουλο από την  Κερπινή και τον Ηλία Κατσανιώτη από τους Ρογούς, τους οποίους είχαν πάρει μαζί τους για οδηγούς.

Μόλις οι κάτοικοι που βρίσκονταν στο χωριό αντιλήφθηκαν την παρουσία των Γερμανών έτρεξαν σε διάφορες κατευθύνσεις, σε σπηλιές και απόκρημνα μέρη για να κρυφτούν. Η ομάδα των Γερμανών στρατοπέδευσε στο χωριό και ο διοικητής τους εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι δίπλα από την εκκλησία.

Μερικοί στρατιώτες άνοιξαν την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων και προσπάθησαν να κλείσουν σε αυτήν ένα κοπάδι των προβάτων που είχαν φέρει μαζί τους και όσα ακόμη βρήκαν στο χωριό.

Συνέλαβαν το Νικόλαο Σιορώκο, το γιο του Αντώνη ηλικίας 23 ετών, το φύλακα Α. Τσιρώνη και μαζί με τους άλλους τρεις, που είχαν μαζί τους, τους έκλεισαν σε ένα καλύβι κοντά στο σχολείο. Πριν βραδιάσει άφησαν ελεύθερο τον Ηλία Κατσανιώτη, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος μετά από δυο-τρεις μέρες στο χωριό Σούβαρδο.

Οι Γερμανοί, αφού έσφαξαν τα ζώα από το κοπάδι που έφεραν μαζί τους και ορισμένα που βρήκαν στο χωριό, πέρασαν τη νύχτα πίνοντας και διασκεδάζοντας.

Το πρωϊ της 10ης  Δεκεμβρίου πήραν από το καλύβι τους άνδρες, τους οδήγησαν στη θέση Ρούγα, 30 περίπου μέτρα από το δρομάκι Ρούγας-Ζαγορίτσας, σε ένα ανηφορικό χωράφι και τους εκτέλεσαν.

Έκαψαν στη συνέχεια το χωριό. Μόνο πέντε-έξι σπίτια και μερικά φουρναριά έμειναν όρθια

Η φάλαγγα των γερμανών έφυγε από το χωριό αφήνοντας πίσω της πέντε νεκρούς, πυρπολημένα σπίτια και τα τομάρια των ζώων που έσφαξαν το προηγούμενο βράδυ.

Οι κάτοικοι που κρύβονταν στις σπηλιές επέστρεψαν τρομαγμένοι στο χωριό. Με τα χέρια και με ξύλα έσκαψαν και έθαψαν πρόχειρα σε ένα ομαδικό τάφο τους νεκρούς Βραχνιώτες στο χώρο δυτικά της εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων που καιγόταν ακόμα. Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την ταφή των άλλων δύο, καθώς έφτασε η νύχτα και από το φόβο απομακρύνθηκαν για να κρυφτούν στο βουνό.

Την επομένη έθαψαν σε έναν κοινό τάφο τους άλλους δύο νεκρούς και τοποθέτησαν πρόχειρα στα μνήματα ξύλινους σταυρούς.

Οι Γερμανοί επέστρεψαν στα ερειπωμένα Καλάβρυτα  τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Λεηλάτησαν και φόρτωσαν ότι βρήκαν. Κινήθηκαν στην περιοχή του Ξερόκαμπου του Χελμού εκτελώντας όσους έβρισκαν στο δρόμο τους.

Τον Ιούλιο του 1944 οι Γερμανοί επέστρεψαν στο Βραχνί και σκότωσαν το γέρο Όλυμπο από τα Σουδενά σε ένα βράχο κάτω από τον Αη-Γιώργη και  το Γεώργιο Μαγγίνα κοντά στις καλύβες στον Ξερόκαμπο.

Στο σημείο της εκτέλεσης απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων υπάρχει σήμερα το Μνημείο των εκτελεσθέντων του Βραχνιού για να θυμίζει τα τραγικά γεγονότα της 10ης Δεκεμβρίου 1943.