Δήμος Ζαγορίου

Δήμος Ζαγορίου (11)

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 08:23

Φλαμπουράρι

Written by

21 Οκτωμβρίου 1943

Το Φλαμπουράρι είναι χωριό του Ζαγορίου, βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων, κτισμένο στην πλαγιά του όρους Τσούκα Ρόσα. Ανήκει διοικητικά στο δήμο Ζαγορίου. Οι κάτοικοί του σήμερα είναι κυρίως ξυλοκόποι λόγω της πλούσιας βλάστησης.

Κατά τον 18ο αιώνα στο χωριό κατοικούσαν 900 οικογένειες. Κατά την γερμανική κατοχή (1941-1944) πυρπολήθηκε μεγάλο μέρος του οικισμού, ως αποτέλεσμα σήμερα η παραδοσιακή ζαγορίσια αρχιτεκτονική έχει διατηρηθεί μόνο σε τμήμα του χωριού. Παρόλα αυτά διασώθηκαν οι ιστορικές εκκλησίες, όπως του Αγίου Νικολάου, κτισμένη το 1774. Το πέτρινο γεφύρι της, χτισμένο το 1748, ενώνει τις δύο γειτονιές του χωριού.

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 το 22ο ορεινό σώμα στρατού, των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ήπειρο, ανέλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης «Πάνθηρας».

Το σχέδιο «Πάνθηρας» προέβλεπε την εισβολή στον Ηπειρωτικό ορεινό όγκο της Πίνδου, από τέσσερα σημεία. Οι γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα ορεινά χωριά της περιοχής μας ξεκινώντας από την Κόνιτσα, τα Γιάννινα, από την περιοχή της Άρτας και από την ανατολική πλευρά του περάσματος του Μετσόβου.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Οκτωβρίου 1943, τα ναζιστικά στρατεύματα ξεκίνησαν τις εκκαθαρίσεις τους.

Χωριά πυρπολούνται, κάτοικοι εκτελούνται, περιουσίες διαρπάζονται.

Στο  Φλαμπουράρι οι Γερμανοί κατέστρεψαν 92 σπίτια και εκτέλεσαν 6 κατοίκους

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 08:20

Τρίστενο

Written by

 20 Οκτωμβρίου 1943

Το Τρίστενο Ανατολικού Ζαγορίου, {(τέως Δρεστενίκον Επαρχίας Δωδώνης μέχρι το 1927 όπου και άλλαξε το όνομά του με το διάταγμα 1.4.1927 (ΦΕΚ76/1927)}, δεν είναι γνωστό πότε δημιουργήθηκε ως χωριό. Είναι ένα από τα πιο όμορφα και νοικοκυρεμένα χωριά του Ανατολικού Ζαγορίου.

Να τι γράφει ο Γιάννης Σαραλής στο βιβλίο του το “Ζαγόρι” του 1957 : ” Το Τρίστενο είναι το χωριό με την συγρατημένη σιωπηλή ομορφιά του, γιατί βρί- σκεται γυρμένο στην ανατολική βουνοπλαγιά του Γρεβενητίου. Πρέπει να το προσέξης και να το αναζητήσεις. Και άμα το γνωρίσεις μένεις έκθαμπος από το εξαίσιο θέαμα που ξανοίγεται μπροστά σου. Το βουνό πάνω από το χωριό χωρισμένο σε τρία διάσελα αφήνει να κατηφορίζει ίσα μ’ αυτό όλος εκείνος ο πολυποίκιλος θησαυρός του πράσινου που ξεχύνεται μαζί με τα κρυστάλλινα νερά του και κατακλύζουν το χωριό μ’ένα ορμητικό και χαρούμενο θρίαμβο. Το Τρίστενο κρύφτηκε μέσα στα βαθύσκια φυλλώματα των δέντρων κι ανασαίνει τη δροσιά του νερού ακούoντας το αιώνιο νανούρισμά του. Μονάχα οι τρείς κορφούλες του βουνού βαλμένες στη σειρά στέκο- νται κι αγναντεύουν το δρόμο μας…” Στην είσοδο του χωριού το κτίριο του κοινοτικού ξενώνα και μια μεγάλη μοσχοϊτιά μας υποδέχονται και σκαλοπάτια τερματίζουν την πορεία του οχήματός μας.

Η γοητεία του Τριστένου είναι ότι περπατάς, όχι επειδή απαγορεύεται αλλά επειδή από κατασκευής δεν προβλέφθηκε (ευτυχώς) να υπάρχουν αμαξητοί δρόμοι. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά βρισκόμαστε σε μια από τις ωραιότερες πλατείες του Ζαγορίου. Μπαλκονάτη, σχεδόν κυκλική, στα 940μ. υψόμετρο, με δύο τεράστιους πλατάνους (ο ένας φιλοξενεί επάνω του ένα καμπανα-ριό). Ανεβαίνοντας λίγα σκαλιά ακόμα, βρισκόμαστε σε άλλο επίπεδο της πλατείας όπου βρίσκεται το στολίδι του χωριού, η υπέροχη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, χτισμένη με κλασική Ζαγορίσια αρχιτεκτονική το 1793. Λίγα είναι τα κτίσματα που διατηρούν την κλασική Ζαγορίσια αρχιτεκτονική αφού όπως και τα υπόλοιπα χωριά του Ανατολικού του (φτωχού) Ζαγορίου, έτσι και το Τρίστενο γνώρισε τρομακτικές καταστροφές από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών κατά το 1943. Έτσι τα περισσότερα σπίτια έχουν την χαρακτηριστική κόκκινη τσίγκινη στέγη από χρηματοδοτήσεις του σχεδίου Μάρσαλ μετά τον πόλεμο.

.Επί Ιταλικής κατοχής, πριν την εμφάνιση των Γερμανών 150 κάτοικοι του χωριού φυλακίστηκαν διαδοχικά.

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 το 22ο ορεινό σώμα στρατού, των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ήπειρο, ανέλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης «Πάνθηρας».

Το σχέδιο «Πάνθηρας» προέβλεπε την εισβολή στον Ηπειρωτικό ορεινό όγκο της Πίνδου, από τέσσερα σημεία. Οι γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα ορεινά χωριά της περιοχής μας ξεκινώντας από την Κόνιτσα, τα Γιάννινα, από την περιοχή της Άρτας και από την ανατολική πλευρά του περάσματος του Μετσόβου.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Οκτωβρίου 1943, τα ναζιστικά στρατεύματα ξεκίνησαν τις εκκαθαρίσεις τους.

Χωριά πυρπολούνται, κάτοικοι εκτελούνται, περιουσίες διαρπάζονται.

Οι Γερμανοί έκαψαν 138 από τα 150 σπίτια, το σχολείο και δύο εκκλησίες., εκτέλεσαν πέντε κατοίκους

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:52

Μεσοβούνι

Written by

20 Ιουλίου 1943

Μεσοβούνι, 20 Ιουλίου 1943 Το χωριό πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς στις 20 Ιουλίου 1943. Μεσοβούνι σήμερα Το Μεσοβούνι είναι Τοπικό Διαμέρισμα του Δήμου Κεντρικού Ζαγορίου, έχει πληθυσμό 73 κατοίκους, είναι κτισμένο σε υψόμετρο 680 μέτρων και απέχει 41 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα. Η ονομασία προέρχεται από το μέσος και βουνό. Η παλιά θέση του χωριού βρίσκεται στον Άγιο Χαράλαμπο ανάμεσα στα βουνά. Λόγω της θέσης του δεχόταν συχνά επιδρομές και υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές με τελευταία το κάψιμο από τους Γερμανούς το 1943. Η καταστροφή του χωριού Το χωριό πυρπολήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1943 από γερμανικό στρατιωτικό τμήμα της Ορεινής Μεραρχίας Εντελβάις. Την 1 η Αυγούστου της ίδιας χρονιάς το χωριό κανονιοβολήθηκε από το Γερμανικό Πυροβολικό που έδρευε στην περιοχή Ελεούσα έξω από τα Ιωάννινα και σκοτώθηκαν δύο άτομα.

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:51

Μανασσής

Written by

23 Οκτωβρίου 1943

Ο Μανασσής είναι χωρίο του νομού Ιωαννίνων του δήμου Κεντρικού Ζαγορίου. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές του Μιτσικελίου ανάμεσα στα χωριά Καλουτά και Δίκορφο. Ο πληθυσμός του είναι 37 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2001.

Το χωριό είναι ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός καθώς διατηρεί στοιχεία Ζαγορίτικης αρχιτεκτονικής. Χρονολογείται από τον 15ο αιώνα
Δεν είναι γνωστό από πού έχει ονομαστεί το χωριό ούτε από ποιους και πότε κτίστηκε. Το τοπωνύμιο πρέπει να θεωρείται κυριώνυμο από το επώνυμο Μανασσής, άποψη που με αμφιβολία διατυπώνει και ο Λαμπρίδης, ο οποίος αναρωτιέται αν υπάρχει σχέση μεταξύ των οικογενειών Μανασσή, που άκμασαν στα Γιάννενα κατά το έτος 1540, με το χωριό Μανασσή. Ωστόσο, ήδη από το 1431 η Μανασσή αναφέρεται ανάμεσα στα 14 χωριά που είχαν συνθηκολόγηση με τους Τούρκους.

Η ακμή του χωριού συμπίπτει με τα χρόνια της εξουσίας του Αλή Πασά. Οι Μανασσιώτες ταξίδευαν στη Ρουμανία και ο πλούτος έμπαινε στο χωριό άφθονος. Ήταν χωριό φημισμένο για τα αρχοντόσπιτά του, για το ωραίο του κρασί αλλά κυρίως για τους γλεντζέδες κατοίκους του. Για τον πλούτο του αυτό χτυπήθηκε πολύ από τους ληστές.

μανασσης 4

Στα μέσα του περασμένου αιώνα είχε 400 κατοίκους και 2 σχολεία. Κάηκε στις 23 Οκτώβρη 1943 από τους Γερμανούς. Μόνο ένα σπίτι σώθηκε και η Εκκλησία, ενώ υπήρξε και ένα θύμα. Στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου μερικές οικογένειες έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Με προεδρικό διάταγμα του 2005 αναγνωρίστηκε επίσημα ως μαρτυρικό χωριό.

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:49

Μακρίνο

Written by

22 Οκτωμβρίου 1943

Στη γεωγραφική έκταση του Δήμου Ζαγορίου συμπεριλαμβάνεται και το χωριό Μακρίνο. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Δήμου κοντά σε μερικές από τις πηγές του Βάρδα- Αράχθου, χτισμένο στις πλαγιές ενός λόφου κατάφυτου από παντός είδους χλωρίδα. Η κοινοτική έκταση ανέρχεται σε 20,1 χιλ. στρέμματα περίπου. Η χαμηλότερη περιοχή έχει υψόμετρο 900μ. και η υψηλότερη 1.750μ. Το μεσοχώρι έχει υψόμετρο 1000μ.

Η κοινότητα “Μακρίνον” εξαρχής αναγνωρίστηκε με την ονομασία “Μακρίνον” Μακρίνου ονομάζει το χωριό και ο Ι. Λαμπρίδης, ο οποίος αναρωτιέται αν το χωριό διασώζει το όνομα ιδιοκτήτη, προεξάρχοντα οικήτορα ή επίσημου αρχηγού της ακμάζουσας στα 1540 οικογένειας Μακρύνου στην πόλη των Ιωαννίνων.

Ο Κ. Ευ. Οικονόμου θεωρεί την ονομασία του χωριού Μακρίνο, το σλαβικής προέλευσης προερχόμενη από τη λέξη mokrino “υγρός τόπος”, με μετατροπή του σλαβικού άτονου ο σε α στην ελληνική, λέξη “…η οποία ανάγεται στο σλαβικό mokrь “υγρός”…”.
Το χωριό δημιουργήθηκε από οικογένειες των διαλυθέντων οικισμών Θεοδοσίου, Πετρίτσας και Κουκουρούντζου.
Τον περασμένο αιώνα είχε 450 κατοίκους, ενώ το 1913 είχε 140 κατοίκους και 23 μαθητές στο σχολείο.
Στη νότια πλευρά του χωριού υπάρχουν ερείπια αρχαίου τείχους. Είχε βρεθεί κάποιος βωμός με ανάγλυφες τις προτομές του Άρη, του Απόλλωνα και της Ήρας. Στην περιοχή αυτή σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας τριάδας.
Σημαντικό μνημείο είναι το μοναστήρι της Παναγίας (1700), αγιογραφημένο από καπεσοβιτες ζωγράφους.

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 το 22ο ορεινό σώμα στρατού, των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ήπειρο, ανέλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης «Πάνθηρας».
Το σχέδιο «Πάνθηρας» προέβλεπε την εισβολή στον Ηπειρωτικό ορεινό όγκο της Πίνδου, από τέσσερα σημεία. Οι γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα ορεινά χωριά της περιοχής μας ξεκινώντας από την Κόνιτσα, τα Γιάννινα, από την περιοχή της Άρτας και από την ανατολική πλευρά του περάσματος του Μετσόβου.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Οκτωβρίου 1943, τα ναζιστικά στρατεύματα ξεκίνησαν τις εκκαθαρίσεις τους.
Χωριά πυρπολούνται, κάτοικοι εκτελούνται, περιουσίες διαρπάζονται.
Στο Μακρίνο οι Γερμανοί κατέστρεψαν 41 σπίτια και εκτέλεσαν 3 κατοίκους

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:33

Καλουτάς

Written by

23 Οκτωβρίου 1943

Η καταστροφή του χωριού

Το χωριό πυρπολήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1943 από γερμανικό στρατιωτικό τμήμα της Ορεινής Μεραρχίας Εντελβάις. Την 1η Αυγούστου της ίδιας χρονιάς το χωριό κανονιοβολήθηκε από το Γερμανικό Πυροβολικό που έδρευε στην περιοχή Ελεούσα έξω από τα Ιωάννινα και σκοτώθηκαν δύο άτομα.

23 Οκτωβρίου 1943: Οι Γερμανοί καίνε την Καλουτά στο Ζαγόρι.

 

Η ΚΑΛΟΥΤΑ στις ΦΛΟΓΕΣ των ΓΕΡΜΑΝΩΝ – Οκτώβρης του 1943.

(Άρθρο του αείμνηστου Τάκη Σακελλαρίου, επί χρόνια πολλά
Δάσκαλου στα Πρότυπα Δημοτικά Σχολεία της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας)

Φθινοπωρινό πρωϊνό του 1943. Η Καλουτά είχε ξυπνήσει από έναν εφιαλτικό, ταραγμένο ύπνο. Κακά μαντάτα απλώνονταν γύρω. Οι Γερμανοί κατακτητές σκύλιασαν από το λεβέντικο πνεύμα της Αντίστασης του λαού μας, από την αυτοθυσία του για τη λευτεριά, και είχαν επιδοθεί σε βάρβαρα αντίποινα.

Οι Λυγκιάδες είχαν παραδοθεί στις φλόγες και ογδόντα ψυχές κάηκαν στα σπίτια τους. Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ετοιμάζονταν.

…. «Προσοχή! Προσοχή! Γερμανική φάλαγγα πέρασε από το Στόμιο της Κόνιτσας και ξεχύθηκε στ’ ακρινά χωριά του Ζαγοριού! Μην απομακρύνεστε από τα σπίτια σας και βγάλτε τίποτα όξω!»

ανήγγειλε ο τηλεβόας το τρομερό μαντάτο από την πλατεία του χωριού.

Μείναμε βουβοί κι άλαλοι!
Μαύρη Τετάρτη αποβραδύς

Μια Πέφτ’ ήταν το γιόμα!

Θρήνος μεγάλος γίνεται,

στις ρεματιές στα δάση

Κλαίμε οι δόλιοι το χαμό

των όμορφων σπιτιών μας

Καυτές οι φλόγες τάζωσαν

πυκνός καπνός πετιέται

Κατάρα και ανάθεμα

απ’ τις καρδιές, που πάει

Εκδικητής και τιμωρός

στους άνθρωπους θηρία

 

Ζύγωσε ο αφανισμός. Βροντές και χτύποι φτάνουν στ’ αυτιά μας από τα γειτονικά χωριά. Μαύρος καπνός σκουραίνει το γαλάζιο του φθινοπωρινού ουρανού. Κι ο τηλεβόας δίνει από την πλατεία τις τελευταίες πληροφορίες για την κατεβασιά που έρχεται.

 

Η ψυχή μας το είχε προμαντέψει το κακό. Την πρώτη Αυγούστου κανόνια απ’ το Μπισδούνι είχαν σκοτώσει δύο χωριανούς μας τη Φωτεινή και το αβάπτιστο του Κώστα Κατσιούρα κι είχαν γκρεμίσει δυό σπίτια. Κι εμείς οι μαύροι δεν θέλαμε να το πιστέψουμε.

 

Είχαμε γεμίσει τα σπίτια μας με τα ελέη του Θεού. Γενήματα, όσπρια, κρασιά, καρύδια, μήλα, κάστανα, τυριά, βούτυρα, μέλι…Και τι δεν μας χάρισαν τα χώματα του τόπου μας και τα ζώα μας εκείνη τη χρονιά, ποτισμένα με τον ιδρώτα της δουλειάς και του νοικοκυριού μας. Βάϊζαν οι κρεβάτες απ’ τη σοδειά και στα κελάρια έβραζε ο μούστος.

 

Και να που έφτασε η μέρα να γίνουν όλα στάχτη.

 

Ξαρματώσαμε τα σπίτια μας στα χαμένα! Άλλα στις «μπίμπτσες» άλλα στις στενούρες, άλλα στις αυλές και στους λάκκους. Και τι δεν έβλεπες έξω πεταγμένα για ν’ αποφύγουν τις φλόγες και τον αφανισμό! Κασέλες, κρεβάτια, κασόνια, τραπέζια, καρέκλες, μηχανές, σκαφίδια, πλαστήρια, καθρέπτες, βαρέλια, νταμουζάνες, γυαλικά, παραθυρολόφυλλα, πόρτες, χαλκώματα, σκεπάσματα, στρώματα, προσκέφαλα, εργαλεία, λογής λογής πράματα και θάματα που θέλει η ζωή!

 

Όλα αποχτημένα με μόχθο και μεράκι από μας και τους προγόνους μας.

 

Το απόγεμα της Τετάρτης 21 του μηνός (Οκτ. 1943) δε σήκωνε άλλο η παραμονή μας στο χωριό. Έπρεπε να φύγουμε γιατί κινδύνευε η ζωή μας.

Και που να πάμε;

Που μπορούσε να είμαστε ασφαλισμένοι;

Κανένας δεν ήξερε!

 

Οι Γερμανοί (στρατιωτικό τμήμα της ορεινής μεραρχίας Εντελβάϊς) είχαν φτάσει στους Φραγγάδες και στη Λεφτοκαρυά και απ’ εκεί έρριχναν με όλμους στο Διπόταμο και στο χωριό μας στα κουτουρού για φοβέρα.

 

Γυναίκες τρομοκρατημένες, παιδιά να σκούζουν, γριές φορτωμένες με πρόχειρα πράγματα, άνδρες, γέροι, όλο το χωριό ξεκινήσαμε στο αβέβαιο, στα δα’ση, στους λάκκους, στο άγνωστο.

 

Πήραμε τα κλειδιά των σπιτιών μας – που αλλοίμονο μείναμε μ’ αυτά – και πολλοί κρατώντας στην αγκαλιά τις εικόνες των σπιτιών τους και τραβώντας τα φορτιάτικα – μουλάρια, γαϊδούρια – φύγαμε συντροφιές – συντροφιές όπου μας πήγαινε η τύχη.

 

Το χωριό μας άδειασε κι έμειναν εκεί έξι χωριανοί μας. Ο Στέφος Αθανασούλας, ο Ανδρέας Ράπτης, ο Ανδρέας Καναβέλης γέροι, ο Παύλος Κουτσός νέος και οι γριές Αικατερίνη Γραβάνη και Αρετή Βλώρου.

 

Τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα έμειναν στο βουνό και σώθηκαν, ενώ το γελαδοκόπαδο από 20 αγελάδες έμεινε «ακυβέρνητο» και αφανίστηκε γυρίζοντας στο χωριό.

 

Η νύχτα της Τετάρτης προς την Πέφτη πέρασε με το χωριό βουβό κι ερημωμένο και τους χωριανούς διασκορπισμένους στα δάση και στις ρεματιές γύρω 30 λεπτά ως μια ώρα μακριά απ’ το χωριό.

 

Την Πέφτη (22 Οκτ. 1943) το πρωϊ πλακώσαν οι διαβόλοι.

 

Χτύποι, βροντές, ντουφεκιές, φωνές γέμισε το χωριό! Με σιδερικά σχίζανε τις πόρτες και έμπαιναν στα σπίτια για να πάρουν ό,τι θέλουν πριν τ’ αφανίσει η φωτιά.

 

Σκότωναν τις κότες, έσφαζαν τα μανάρια στα κελάρια και από τις αγελάδες και τα μοσχάρια έπαιρναν τα ψαχνά, τις σπλήνες και τα σκώτια και τα υπόλοιπα έμειναν μεσοδρομής, για ν’ ανιστορούν τη νέα τάξη πραγμάτων που ήθελαν να βάλλουν στον κόσμο.

 

Έρριχναν όλμους στα γύρω δάση και στο Διπόταμο όπου δεν είχαν περάσει για τρομοκρατία και το βράδυ έβαλαν φωτιά στα δύο ακραία σπίτια του χωριού του Μπαλάνου και της Μπρέλως για να έχουν φωτοχυσία στο …πανηγύρι τους.

Και τι δεν έκαναν εκείνη τη νύχτα! Ξεφωνητά, ουρλιάσματα, ντουφεκιές, οχλοβοή, αλλόκοτα τραγούδια και χορούς, όπως ήταν χορτάτοι απ’ τ’ αγαθά μας και μεθυσμένοι απ’ τα κρασιά μας τα ολόγλυκα.
Κι εμείς αλαφιασμένοι, άγρυπνοι, εξουθενωμένοι περιμέναμε το τέλος της τραγωδίας μας! Το πρωϊ της Παρασκευής (23 Οκτ 1943) η μισή φάλαγγα έφυγε προς το νότο για τα χωριά Καμνιά – Καβαλάρι και η άλλη μισή από την Πέφτη έφυγε για τα Γιάννενα από τον Άη Γιάννη του Δίκορφου και το Λυκόστομο.

Έμεινε πίσω το απόσπασμα της καταστροφής. Η πρώτη φωτιά φάνηκε στην καλύβα του Βαρνάβα κάτω από την Αγία Παρασκευή κι αμέσως τα τρία συνεργεία γέμισαν το χωριό με φλόγες και καπνούς.

Θεέ μου, τι χαλασμός! Πέτρες που σχίζονταν, σκεπές που σωριάζονταν, φλόγες που έζωναν τους μαχαλάδες, καπνοί ολόμαυροι και πνιγεροί που ανέβαιναν μεσούρανα κι ύστερα απλώνονταν για να σκεπάσουν τις ράχες, τα δάση, τις ρεματιές και να κρύψουν τον ήλιο.

Κι εμείς αντίκρυ κλαίγαμε τα συντρίμμια της ζωής μας και τον αφανισμό πλούσιων δημιουργημάτων πεντακόσιων χρόνων.

Το απόγευμα της Παρασκευής λιγόστεψαν οι φλόγες και οι καπνοί και δεν ακούγονταν τίποτε άλλο από τοίχους που σωριάζονταν με πάταγο τρομαχτικό!

Οι Γερμανοί χαλαστές έφυγαν αφού αφήκαν πίσω τους μια κόλαση από ερήμωση και καταστροφή.

Τι φοβερό θέαμα συμφοράς! Καπνισμένοι, μισογκρεμισμένοι τοίχοι με καρβουνιασμένες ακόμη τις ξυλοδεσιές. Μπουχαριά τρύπια με κρεμασμένους τους σιδερένιους κρεματάληδες. Πόρτες μισοκαμένες με ξεπεταγμένες τις κλειδωνιές, παράθυρα με σιδεριές ξεκάρφωτες και λυωμένα τζάμια, αυλές γιομάτες χαλάσματα και μισοκαμένα, όσα είχαμε βγάλει έξω για να γλιτώσουν. Δρόμοι αδιάβατοι από τα γκρεμίσματα. Μπίμπτσες που τις έγλυφαν φλόγες θεόρατες από τ’ ακριβά μας πράγματα που είχαμε εκεί φυλαγμένα. Μυρωδιές ανακατεμένες από καψαλισμένα υφάσματα, ξύλα, ζωοτροφές, τυριά, βούτυρα, ρακιά, κρασιά, καρύδια…
(….Δεν κάηκε η Εκκλησία του χωριού η Αη Σωτήρα, μερικά σπίτια κρυμμένα πίσω από λόφους μη ορατά από την πλατεία, και κανά δυό ακόμα σπίτια των ηλικιωμένων που είχαν το θάρρος – παρά όσα είχαν γίνει πριν λίγο καιρό στους Λυγκιάδες – να μείνουν στο χωριό και να κεράσουν …ένα ρακί τους Γερμανούς, φαίνεται το αίμα των αθώων ψυχών των Λυγκιάδων έπεσε βαρύ πάνω τους, μπορεί να ήταν διαφορετικές μονάδες με διαφορετικούς αξιωματικούς, ποιος ξέρει….., όσο για την Εκκλησία η φωτιά που έβαλαν στο κοινοτικό κατάστημα εφαπτόμενο στην Εκκλησία σαν από θαύμα σταμάτησε σε ένα δοκάρι, δεν προχώρησε, πάντως ειδικά φωτιά για την Εκκλησία δεν έβαλαν….)

Κι ανάμεσα τους εμείς οι χωριανοί όλοι, που γυρίσαμε απ’ τα δάση και τις ρεματιές, σκιές χαμένες στο χαλασμό, περνούσαμε από σπίτι σε σπίτι, από μαχαλά σε μαχαλά άβουλοι, αποκαμωμένοι, αλαφιασμένοι, διαβαίναμε σαν την άδικη κατάρα επάνω από τα συντρίμμια των ονείρων μας, επάνω από τα αποκαϊδια του ιδιόρρυθμου και ιδιότυπου ζαγορίσιου πολιτισμού μας!…

Θα επιζήσουμε τάχα ύστερ’ απ’ το χαλασμό; Θα ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας;

Μα η ελπίδα ξεπετάχτηκε μέσα απ’ της ψυχής μας την απόγνωση! Την άλλη μέρα Σάββατο (24 Οκτωβρίου 1943) αρχίσαμε τις πρώτες προσπάθειες για ζωή. Μαζεύαμε τα μισοκαμένα, τα λιγοστά που γλύτωσαν, ανακατεύαμε τη στάχτη, τα αποκαϊδια του χαλασμού να βρούμε κάτι για να σταθούμε στα πόδια μας, να ξεχειμάσωμε, να πάρουμε δύναμη σαν τον Ανταίο από τη Γη μας που γλυτώσαμε μαζί της, να ζήσουμε όσο νάρθει η Λευτεριά η ποθητή.

Ένα ποίημα του  Τάκη Σακελλαρίου για το χαλασμό, το κάψιμο της Καλουτάς.

Ξυπνήστε αετοί του Μιτσκελιού
Ζαγοριανά μ’ αηδόνια!
Ανοίξτε τις φτερούγες σας μεσουρανίς πετάξτε,
να μην βραχνιάσουν οι καπνοί τη λαγαρή λαλιά σας
κι οι φλόγες, που θεόρατες χορεύουνε τ’ αψήλου,
να μην σας καψαλίσουνε τ’ ανάλαφρα φτερά σας!
Δέστε απ’ εκεί το χαλασμό, τη στάχτη, τα ρημάδια,
που οι μαυρ’ δράκοι άπλωσαν
στ’ όμορφο το Ζαγόρι!
Πέστε τραγούδια θλιβερά σκούξτε, καταραστήτε
Μ’ αίμα μας ήρθε η Άνοιξη, σκλάβο το Καλοκαίρι
το έρμο το Φθινόπωρο με μαύρα μοιρολόγια
Φωτιά, τσεκούρι, αφανισμό οι Γερμανοί σκορπάνε
στου Ζαγοριού τ’ αρχοντικά τα ζηλεμένα σπίτια
Καίνε κρεβάτες απλωτές, νοντάδες στολισμένους
μ’ ανατολίτικα χαλιά της Βενετιάς ασήμια
Σφάζουν γελάδια και τραγιά, πίνουν κρασιά μοσχάτα
κι ύστερα στις μεσούρανες τις φλόγες των σπιτιών μας

στήνουν αλλόκοτο χορό, σκούζουν σαν βρυκολάκοι

Άνοιξε, Θέ μου, τάρταρα τους χαλαστές να πνίξουν

λαμπρός να βγεί ο αυγερινός, λεύτερος χρυσοήλιος

Να σειούνται τα καμπαναριά στης λευτεριάς τη μέρα.

(Τάκης Σακελλαρίου 23 Οκτωβρίου 1943)

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:29

Καβαλλάρι

Written by

23 Οκτωμβρίου 1943

Το 1870 το Καβαλλάρι είχε 36 σπίτια και 310 κατοίκους και στις αρχές του 21ο αιώνα μ.Χ ο πληθυσμός του ανερχόταν στους 200 κατοίκους. Οι κάτοικοι του Καβαλαρίου ήταν φτωχοί αγρότες, γεωργοί και κτηνοτρόφοι και μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα δεν είχαν ούτε σχολείο. Με την απογραφή του 2010 είχε 88 κατοίκους και 78 με την απογραφή του 2011.

Στις 17 Οκτωβρίου 1943 το 22ο ορεινό σώμα στρατού, των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ήπειρο, ανέλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης «Πάνθηρας».

Το σχέδιο «Πάνθηρας» προέβλεπε την εισβολή στον Ηπειρωτικό ορεινό όγκο της Πίνδου, από τέσσερα σημεία. Οι γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα ορεινά χωριά της περιοχής μας ξεκινώντας από την Κόνιτσα, τα Γιάννινα, από την περιοχή της Άρτας και από την ανατολική πλευρά του περάσματος του Μετσόβου.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Οκτωβρίου 1943, τα ναζιστικά στρατεύματα ξεκίνησαν τις εκκαθαρίσεις τους.

Χωριά πυρπολούνται, κάτοικοι εκτελούνται, περιουσίες διαρπάζονται.

Στο  Καβαλάρι οι Γερμανοί κατέστρεψαν 45 σπίτια και εκτέλεσαν 6  κατοίκους.

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:24

Ελάτη

Written by

14 Ιουλίου 1943

Η καταστροφή του χωριού, 14 Ιουλίου 1943
Το ξημέρωμα της 14ης Ιουλίου 1943 στην κορυφογραμμή του βουνού της Βροπίστας έκανε την εμφάνισή του ένας λόχος Γερμανών. Έχοντας εντοπίσει τη θέση που κρύβονταν οι κάτοικοι του χωριού με τη ρήψη φωτοβολίδων από τις θέσεις Βροπίστα και Λάπητο πολυβολούν προς την κατεύθυνση των συγκεντρωμένων αναγκάζοντάς τους να κινηθούν προς τα πάνω στην θέση Πρικατσόρια. Από τη θέση αυτή θα παρακολουθήσουν την καταστροφή του χωριού. Οι Γερμανοί μπαίνουν στο χωριό, σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών και τα πυρπολούν πυροδοτώντας την εμπρηστική σκόνη που είχαν ρίξει προηγουμένως. Καταστρέφουν το χωριό στο μεγαλύτερό του μέρος εκτός από έναν μαχαλά και την κεντρική εκκλησία. Κάποιοι από τους κατοίκους θα βρουν προσωρινά στέγη στα γειτονικά σπίτια του μαχαλά που διεσώθη και άλλοι θα φύγουν αναζητώντας στέγη και τροφή προς διάφορες κατευθύνσεις. Θα ζήσουν για χρόνια στη φτώχεια και στη δυστυχία προσπαθώντας να επιβιώσουν στις σκληρές συνθήκες της Κατοχής.

Αντιστασιακή δράση στην περιοχή

Το χρονικό διάστημα 1942-1943 δημιουργήθηκαν αντάρτικα σώματα και ξεκίνησε η αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Στο χωριό περνούσαν ή παρέμεναν τμήματα ανταρτών στα οποία συμμετείχαν και κάτοικοι από διπλανά χωριά.
Λίγες μέρες πριν την καταστροφή (14-7-1943) βρίσκονταν στο χωριό περίπου 200 αντάρτες οι οποίοι ανήκαν στο Ε.Α.Μ. Σε μάχη που έγινε στην κορυφή του βουνού πάνω από την Ελάτη μεταξύ Ανταρτών – Γερμανών, που έμεναν στο Μοναστήρι της Παναγιάς των Ασπραγγέλων, τραυματίστηκαν 2-3 αντάρτες οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Ελάτη για περίθαλψη. Στη συνέχεια οι αντάρτες έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση παίρνοντας μαζί τους και τους τραυματίες.

Οι κάτοικοι φοβισμένοι για το τι θα επακολουθούσε μετακινήθηκαν σε τοποθεσίες απέναντι από το χωριό όπου έμειναν για αρκετές ημέρες και παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Γερμανών.
Ελάτη, Η καταστροφή (Μαρτυρία)
Τα γεγονότα της καταστροφής της Ελάτης περιγράφει η μαρτυρία που ακολουθεί :

«..το πρωί, όπως ξυπνήσαμε, ήμασταν 7-8 άτομα και είδαμε στην κορυφογραμμή του βουνού της Βροπίστας να παρατάσσονται σε φάλαγγα ανά άνδρα λόχος Γερμανών. Μας είχαν εντοπίσει με τα κιάλια γιατί το βράδυ σκεπαζόμασταν με κόκκινες βελέντζες. Ο Σταύρος Έξαρχος, παλιός αξιωματικός του στρατού, μας είπε να καλύψουμε τις βελέντζες και να φύγουμε αμέσως προς το λάκκο της Ράχης από το πίσω μέρος για να φυλαχτούμε και να προστατευτούμε. Οι Γερμανοί από τη Βροπίστα έριξαν μια φωτοβολίδα και από την άλλη μεριά της κορυφογραμμής του Μιτσικελλίου (θέση Λάπητο) ανταπέδωσαν με μια άλλη φωτοβολίδα και αμέσως άρχισε το «πανηγύρι». Πυροβολισμοί και βομβαρδισμοί, μας είχαν εντοπίσει και άρχισαν να πυροβολούν.

Η ομάδα των χωριανών στη συνέχεια έκαναν προσπάθεια να ανέβουν προς τα πάνω δηλαδή προς τη θέση Πρικατσόρια για να αποφύγουν τα πολυβόλα. Συγκεκριμένα η Αριστούλα Εξάρχου με μια βαλίτσα στην πλάτη και φορτωμένη με τις βελέντζες του ύπνου εβάδιζε μπροστά και ανεβαίνοντας ένα μικρό αντέρισμα (διέξοδο, μονοπάτι) περνούσαν οι σφαίρες τόσο χαμηλά που ακούγονταν να χτυπάνε στα δένδρα και ο αδελφός της Σταύρος Έξαρχος της έλεγε «Τούλα δάγκασε το χώμα και έρποντας να κατέβουμε προς το λάκο (ρέμα)».

Εκεί περιμένοντας από ένα σημείο 2-3 άτομα έβλεπαν την καταστροφή που γινόταν, αφού πέρασε μισή ή μια ώρα μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό σπάζοντας τις πόρτες κάθε σπιτιού και ρίχνοντας μια άσπρη σκόνη στο πάτωμα ή στα στρώματα πυροβολούσαν και άναβε αυτομάτως φωτιά. Έτσι τα σπίτια λαμπαδιάζονταν και ακουγόταν ο κρότος από τους πυροβολισμούς, τα βελάσματα των ζώων που καίγονταν, καθώς και το πέσιμο της στέγης κάθε σπιτιού. Έτσι επήλθε η καταστροφή στα τρία τέταρτα του χωριού και μόνο ένας μαχαλάς παρέμεινε άθικτος και η κεντρική εκκλησία του χωριού.

Κατόπιν αυτού η ομάδα των χωρικών που είδε τα γεγονότα κατέληξε να κοιμηθεί στο εξωκλήσι της Παναγίας. Το απόγευμα της ίδια ημέρας κατέβηκαν τρία-τέσσερα άτομα στο χωριό και συνάντησαν τις γριές Μαρίνα Εξάρχου και Γλυκερία Ζούλτη, ηλικιωμένες, οι οποίες δεν μπορούσαν. Τους είχαν βγάλει από τα σπίτια και στη συνέχεια έβαζαν φωτιά. Κατόπιν αυτού του γεγονότος οι χωρικοί δεν είχαν που να μείνουν και οι άλλοι έμειναν σε γειτονικά σπίτια του μαχαλά που δεν κάηκε και άλλοι έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ήταν χρόνια δυστυχίας, φτώχειας, κακομοιριάς, ταλαιπωρίας.

Αυτά είναι γεγονότα τα οποία μου έμειναν χαραγμένα στη μνήμη μου και δεν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ έως το τέλος της ζωής μου».

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020 07:21

Δόλιανη

Written by

23-10-1943

Η κοινότητα «Δόλιανη» αναγνωρίστηκε εξαρχής με την ονομασία «Δόλιανη», και μοναδικό συνοικισμό και έδρα το συνοικισμό «Δόλιανη».

Με το Β.Δ. 20.9.1955 (Φ.Ε.Κ. Α 287/1955) ο συνοικισμός και η κοινότητα μετονομάστηκαν σε «Νέον Αμαρούσιον», ενώ με το Π.Δ. 142/19.3.1984 (Φ.Ε.Κ. Α 45/1984), ΕΣ. 16876/1984 ο συνοικισμός και η κοινότητα μετονομάστηκαν ξανά σε «Δόλιανη».

Το χωριό αναφέρει και ο Π. Αραβαντινός με την ίδια ονομασία «Δόλιανη», την οποία χαρακτηρίζει ελληνικής προέλευσης.

Ο Ι. Λαμπρίδης γράφει χωρίς διευκρινίσεις πως «Δόλιανη» σημαίνει «τόπος φαραγγώδης» και «κατωφέρεια».

Ο Α. Καθάρειος σημειώνει πως η ονομασία του χωριού είναι «… Σλαβικής ρίζης σημαίνουσα κατωφέρειαν και είναι όντως το χωρίον τούτο επί κατωφερούς πως εδάφους …».

Ο Χρ. Φίτσιος υποστηρίζει οτι «… το όνομα Δόλιανη ετυμολογείται σλαβικά και σημαίνει κατωφέρεια…».

Ο Κ. Ευ. Οικονόμου μας ενημερώνει πως ο M. Vasmer «… παράγει το τοπωνύμιο από τα σλαβικά dol «η κοιλάδα» και Doljane «ο κάτοικος της κοιλαδας» …». Επισημαίνει ωστόσο οτι το χωριό «… βρίσκεται μέσα σε μια χαράδρα γι’αυτό και η λέξη dol χρησιμοποιείται εδώ με την αρχική της σημασία «η τρύπα, ο λάκκος, η χαράδρα»…», οπότε έτσι δικαιολογείται και ο χαρακτηρισμός του χωριού από τον Ι. Λαμπρίδη.

Η Δόλιανη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 920μ. στην κοίτη ρέματος, στη θέση Καλντερούσια.
Τον περασμένο αιώνα είχε 450 κατοίκους ενώ το 1913 είχε 300 κατοίκους και 25 παιδιά στο σχολείο.
Στις 23/10/1943 η Δολιανη πυρπολύθηκε από τους Γερμανούς. Καταστραφήκαν 135 πετρόκτιστα σπίτια, ενώ πέντε κάτοικοι εκτελέστηκαν. Το χωριό διατηρεί πολλά πράγματα από την παλιά του αίγλη, όπως τα ωραία του λιθόστρωτα, τις πέτρινες βρύσες, το χαγιάτι της εκκλησίας και το καμπαναριό της, τα λιγοστά παλιά σπίτια του, τα πέτρινα γεφύρια, καθώς και το μονότοξο που φαίνεται από το δημόσιο δρόμο.

Τρίτη, 10 Μαρτίου 2020 19:31

Γρεβενίτι

Written by

21-10-1943

Το Γρεβενίτι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 980 μ. και απέχει από τα Γιάννενα 44 χλμ. Είναι ένα από τα βλαχοχώρια της περιοχής του Ζαγορίου και οι κάτοικοί του ασχολούνται από παλιά με την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Διαθέτει καταπληκτική θέα, πάρα πολύ πράσινο, αφού περιβάλλεται από δάση και άφθονα τρεχούμενα νερά. Τα σπίτια του δεν έχουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα, που συναντά ο επισκέπτης στο Ζαγόρι, αλλά διατηρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στις εκκλησίες και στα καλντερίμια. Μετά το χωριό, προς την κατεύθυνση της Βοβούσας, υπάρχει το ρέμα της Ζουρίκας, τα νερά του οποίου χρησιμοποιεί ιχθυοτροφείο που υπάρχει εκεί, για την εκτροφή πέστροφας. Χαμηλότερα, βρίσκεται το ιστορικό μοναστήρι της Βουτσάς και ο ποταμός Βάρδας.

Η κεντρική εκκλησία του χωριού, είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και μπροστά απ’ αυτή είναι η μεγάλη πλατεία με τον πλάτανο και το παλαιό σχολείο του χωριού. Άλλη εκκλησία του χωριού είναι αυτή  του Αγίου Δημητρίου, η οποία κοσμείται με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες-αγιογραφίες του 17ου αιώνα. Στην εκκλησία αυτή βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο του χωριού. Παλαιότερα το χωριό διέθετε διάφορες υπηρεσίες όπως Αστυνομικό Σταθμό, Δασονομείο, Ταχυδρομείο, έδρα μεταβατικού δικαστηρίου  αλλά και το Μαλάμειο Νοσοκομείο, το οποίο προσέφερε τις πρώτες βοήθειες στους κατοίκους. Από τις υπηρεσίες αυτές, σήμερα έχει απομείνει μόνο το Ταχυδρομείο.

Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, το Γρεβενίτι πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Το χωριό πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και κατεστράφησαν 295 σπίτια ενώ 22 κάτοικοι  εκτελέσθηκαν. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί και την απώλεια του παραδοσιακού χαρακτήρα από τα σπίτια του χωριού. Αξιοσημείωτο είναι ότι την περίοδο εκείνη λεηλατήθηκε και η Ι.Μ. Βουτσάς, μια από τις αρχαιότερες της Ηπείρου.

Για το λόγο αυτό, το Γρεβενίτι, όπως και άλλα χωριά του Ζαγορίου, έχει χαρακτηρισθεί «Μαρτυρικό χωριό.  Από το 1991 έχει κατασκευασθεί στο χωριό μνημείο, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα των εκτελεσθέντων κατοίκων του, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Πέρα από τις εκκλησίες, άλλα αξιοθέατα στην περιοχή του Γρεβενιτίου είναι το πέτρινο γεφύρι της Κούρτιας και η μικρή «λίμνη με τα νούφαρα», που βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό. Αξιόλογες βέβαια είναι και οι πέτρινες βρύσες που υπάρχουν στο χωριό.