Δήμος Αμαρίου

Δήμος Αμαρίου (3)

Τρίτη, 10 Μαρτίου 2020 19:31

Γερακάρι

Written by

22 Αυγούστου 1944

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥΣ

Οι Αναμνήσεις

Είναι πολύ γνωστό (στους Κρήτες), πως τον Απρίλη του ’44, Κομμάντος Εγγλέζοι, άνδρες του Ελληνικού Στρατού της Μεσανατολής με τη συνεργασία ανταρτών και άλλων Αγωνιστών, απήγαγαν από την έδρα του (Άνω Αρχάναις Ηρακλείου) το διοικητή «των Χερσαίων Γερμανικών δυνάμεων της Κρήτης», στρατηγό Κράιπε.
Αμέσως μετά την απαγωγή του Γερμανού διοικητή, ενέργεια που κατά κάποιο τρόπο εντυπωσίασε, οι Αρχές κατοχής με προκηρύξεις και άλλα μέσα ενημέρωσης, προειδοποίησαν πως θα μεταχειριστούν σκληρά αντίποινα, πιο πολύ εναντίον του πληθυσμού της υπαίθρου, αν οι κάτοικοι υπόθαλπαν τους απαγωγείς και δεν υποβοηθούσαν στην απελευθέρωση του αιχμάλωτου στρατηγού: «Δίχως τη συνδρομή του Ελληνικού πληθυσμού (διακήρυτταν οι Γερμανοί στον κατοχικό τύπο), η διαδρομή του στρατηγού δεν μπορεί να παραμείνει μυστική. Εφόσον δεν αφεθεί ελεύθερος, μέσα σε τρεις μέρες, θ’ αρχίσει βομβαρδισμός και καταστροφή σε πολλά χωριά (στο νομό Ηρακλείου) και εναντίον ολόκληρου του πληθυσμού θα εφαρμοστούν τα σκληρότερα αντίποινα».

Παρά την απηνή καταδίωξη με πολυάριθμες δυνάμεις- των απαγωγέων, χάρις στη συμπαράσταση του λαού της (ορεινής) Κρήτης που «έπτυσεν κατά πρόσωπον» τις απειλές των κατακτητών, μπόρεσαν οι απαγωγείς, από βουνό σε βουνό, να φυγαδεύσουν στην Αίγυπτο τον απαχθέντα στρατηγό με πλωτό μέσο από τις ακτές Ροδάκινου (Ρέθυμνο).

Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Καΐρου (μίλησε φαίνεται κι ο ίδιος ο στρατηγός), κι ο συμμαχικός τύπος, ανακοίνωσαν κάπως συγκεχυμένα το παράτολμο εγχείρημα. Πάντως έκαναν ότι και οι Άγγλοι Κομμάντος, σε επιστολή τους προς τις Γερμανικές Αρχές μετά την απαγωγή. Διαβεβαίωσαν πως στην «επιχείρηση Κράιπε» δεν είχε συμμετοχή και ανάμειξη ο άμαχος πληθυσμός της Κρήτης. Είναι προφανές πως τούτες οι «διαβεβαιώσεις» ασφαλώς αφελείς ο πιο ανώδυνος χαρακτηρισμός-δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς που επιδίωκαν (την αποφυγή αντιποίνων) και ν’ αλλάξουν τους Γερμανούς από την απόφαση να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους. Ως φαίνεται από τους πράκτορες και καταδότες έμαθαν περίπου- τη διαδρομή των απαγωγέων και βάλθηκαν ν’ αφανίσουν τα χωριά εκείνα που σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι κάτοικοι τους απόκρυψαν τους απαγωγείς και που συγχρόνως υπήρξαν (γι’ αυτό εξάλλου επιλέγηκαν ως τόποι διέλευσης του αιχμαλώτου στρατηγού) σ’ όλη τη διάρκεια της Γερμανοκατοχής, εστίες Αντίστασης, κέντρα κατασκοπείας και δολιοφθοράς.
Έτσι την παραμονή της 22 Αυγούστου του ’44, ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις «ξεχύθηκαν» με μηχανοκίνητα μέσα από το Ρέθυμνο εναντίον των αμαριώτικων χωριών του Κέντρους (Γερακάρη, Γουργούθων, Καρδάκι, Σμιλέ, Βρυσών, Δρυγιών και Άνω Μέρος) και της Κρύας Βρύσης τ’ Άη Βασίλη.
Όπως έδειξαν τα πράγματα τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν εντολές να λεηλατήσουν και να εκτελέσουν μεγάλο αριθμό, από τον άρρενα «ενεργό» πληθυσμό των προγραμμένων χωριών.

 

Η προειδοποίηση των σκύλων!

ΣΤΟ χωριό μου, στου Γερακάρι, τις εσπερινές ώρες της 22 Αυγούστου 1944, βρεθήκαμε μάρτυρες ενός παράξενου φαινόμενου.  Πρίχου  καλά πιάσει το σκοτάδι,  από το σούρουπο,   οι  σκύλοι  του  χωριού  άρχισαν  να  κλαίνε  ακατάπαυστα.  Αισθήματα κατάθλιψης μας κυρίευσαν και δεν έλειψαν τα ψιθυρίσματα, πως κάτι το φοβερό προμηνύεται. Τέτοια συμπεριφορά αυτών των μπιστικών ζώων, απ’ ότι έλεγαν και οι γεροντότεροι, παρατηρείται, όταν απειλούνται μεγάλες συμφορές. Σ’ όλων τα σωθικά καρφώθηκε ο φόβος, μολαταύτα υπερίσχυσε η μοιραία αμφιβολία: «ζώα είναι ποιος μπορεί να ξέρει τι προαισθάνονται».

Κοντολογίς δεν αξιολογήθηκε σωστά, μια προειδοποίηση, που όλους μας προβλημάτισε κι αυτούς ακόμα που καταφρονούσαν τις προλήψεις. Δεν άργησαν λοιπόν παρά τα κακά προαισθήματα, ένας-ένας οι χωριανοί να μαζεύονται στις κατοικίες τους. Και σε μένα η συμπεριφορά των σκύλων να κλαίνει ακατάπαυστα, μου δημιούργησε κλίμα ανησυχίας και αναταραχής. Πιο πολύ εκείνο το βράδυ σκέφτηκα να κοιμηθώ στην εξοχή. Τούτο βέβαια γινόταν συχνά, γιατί οργανωμένος στην Αντίσταση, έπαιρνα για κάθε ενδεχόμενο τα κατάλληλα μέτρα.

Συναντήθηκα με τους φίλους μου -όλοι τους οργανωμένοι στην Αντίσταση- κι όπως κι αυτοί επηρεασμένοι από το παράξενο φαινόμενο, συμφώνησαν να διανυκτερεύσουμε σε κοντινή απόσταση, πεντακόσια μέτρα ανατολικά του χωριού. Σ’ ένα αλώνι γεμάτο άχερα, στη θέση «Καρές».
Στ’ αλώνι στις Καρές ήμασταν συγκεντρωμένοι νωρίτερα από τις έντεκα τη νύχτα (21 Αυγούστου). Εντελώς ξαφνικά οι περισσότεροι από τη συντροφιά άλλαξαν γνώμη κι ήθελαν να μετακινηθούμε σ’ ασφαλέστερο σημείο. Απόκρουσα την άποψη τους. Όχι πως δεν ευσταθούσε, ίσα-ίσα. Απλώς κάτι μου έλεγε πως δεν έπρεπε ν’ αλλάξουμε θέση. Προσπάθησα (ανεπιτυχώς) να τους μεταπείσω. Τελικά από τη συντροφιά έμεινε μαζί μου μόνο ένας. Ο Μανώλης του Μανιδομηχάλη (Εμμ. Μ. Μανιουδάκις). Τα «μοιρολόγια» των σκύλων συνεχίζουνταν και χαλούσαν την ησυχία της νύκτας. Κάτι που δεν μας δυσκόλεψε να παραδοθούμε στις αγκάλες του Μορφέα.

 

Στον κλοιό των Γερμανών

Βυθισμένος, από τη δροσεράδα της εξοχής σ’ ανάλαφρο ύπνο, δεν μπόρεσα να καταλάβω, πως βρέθηκα ξυπνητός, έντρομος και πανικόβλητος. Πυροβολισμοί συνεχώς ακούγονταν σ’ όλη την περιοχή και ανάμεσα τους ξεχώρισα τη φωνή τ’ αμπελοφύλακα που για κάτι σπουδαίο προφανώς θα ενδιαφερόταν εκείνη την ώρα να πληροφορηθούν οι χωριανοί.
Εντωμεταξύ ξύπνησε κι ο σύντροφος μου έντρομος κι αυτός, για τα όσα σύμβαιναν στα πόδια μας. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Όλο και τους νοιώθαμε πιο κοντά, καθώς και το χαρακτηριστικό ποδοβολητό των Γερμανών στρατιωτών, τα παραγγέλματα τους. Ήμασταν κυκλωμένοι από τους ναζήδες. Ο Μεγαλοδύναμος και η νύκτα μόνο μπορούσαν να μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε από το θανάσιμο κλοιό. Η σύλληψη μας σίγουρα θα είχε ανεπανόρθωτες συνέπειες.

Βήμα προς βήμα, έρποντας ή πηδώντας από χαντάκι σε χαντάκι, με τις σφαίρες να σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ανάμεσα απ’ τους ακροβολισμένους Γερμανούς, πιάσαμε μια διπλανή «χαράδρα» (Λαριανά) κατάφυτη από δρυγιάδες άλλα δέντρα και ψηλούς θάμνους. Ξαποστάσαμε ελάχιστα και συνεχίσαμε ασθμαίνοντας προς το Κέντρος. Στη θέση «Φράγκος» στο εξωκκλήσι του Άη Αστράτηγου βρισκόμασταν με την ανατολή τ’ Αυγερινού. Έξω από την επικίνδυνη ζώνη, αλλά κυριευμένοι από το αίσθημα της ανασφάλειας. Τραβήξαμε ακόμη προς τα ψηλότερα.
Ωστόσο αποδιαφώτιζε. Βλέπαμε ολοκάθαρα. Ακουμπήσαμε τις ράχες μας σ’ ένα χαμηλό χαράκι, με τα βλέμματα στραμμένα, που αλλού, στο κάτασπρο χωριό μας. Σε λίγο απ’ την κορφή του Ψηλορείτη, ξεπρόβαιρνε ο ήλιος, μα όχι τόσο λαμπερός, όπως τις προηγούμενες μέρες.

 

Το σχέδιο εξολόθρευσης σε εφαρμογή

Το σχέδιο εξολόθρευσης του αιμοσταγούς διοικητή «Φρουρίου Κρήτης» Γερμανού στρατηγού Μύλλερ, του Γερακάρι (και των άλλων χωριών του Κέντρους), είχε περάσει στο στάδιο της πλήρους εφαρμογής. Με αφάνταστη αγριότητα για τους δυστυχισμένους που εγκλωβίστηκαν και με επιτυχία απροσδόκητη για τους βαρβάρους, από τις πρώτες ώρες. Οι χωριανοί δεν είχαν σηκωθεί από τα κρεβάτια τους, όταν οι εξαγριωμένοι ναζήδες, μπούκαραν στα σπίτια. Τους εκσφενδόνιζαν ημίγυμνους, ανυπόδητους στις αυλές και στους δρόμους, κτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων. Απωθούσαν βίαια μανάδες με τα βυζανιάρικα, γέροντες και γερόντισσες ανήμπορους και άρρωστους. Τους συγκέντρωναν μ’ όλους τους άλλους στην πλατεία του χωριού στο «Κατωχώρι». Απ’ όλες τις γειτονιές, «Μεσοχώρι», «Πανωχώρι», κατάφθαναν οι χωριανοί ανύποπτοι, προπηλακιζόμενοι. Στην πλατεία διάλεγαν τους έφηβους και τους άντρες και αυτούς τους οδηγούσαν σ’ άλλη κοντινή πλατεία δίπλα στο μισοτελειωμένο σπίτι του Νικολή Τζωρτζάκη (Νικολάκι).
Όλοι οι κάτοικοι σε λίγο χρόνο είχαν συγκεντρωθεί στο καθορισμένο σημείο. Από τις πρώτες πρωινές ώρες. Βλέπαμε απ’ το βουνό τη μάζωξη και δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε. Πιο πολύ να υποθέσουμε τις φοβερές εξελίξεις.

Στο χώρο συγκέντρωσης των κατατρομαγμένων γυναικόπαιδων, Γερμανός στρατιώτης μιλώντας στα Ελληνικά έκανε τούτες τις ανακοινώσεις: «Γυναίκες του Γερακάρι, μάθετε πως θα καταστρέψουμε, θα τινάξουμε στους πέντε ανέμους το χωριό σας. Θα σκοτώσουμε τους άντρες σας, τους πατεράδες σας, τους γιους και τ’ αδέλφια σας. Ο λόγος γιατί παράκουσαν τις διαταγές του Γερμανικού Στρατού, από την αρχή που πάτησε στην Κρήτη και βοήθησαν τους απαγωγείς του στρατηγού μας Κράιπε, αντί όπως είχαμε προειδοποιήσει να τους καταδώσουν!».
Αποτελειώνοντας τις τρομερές ανακοινώσεις, την απέραντη σιωπή, διέκοψε άλλος Γερμανός, που φάνηκε να κατεβαίνει από το «Μεσοχώρι». Κρατούσε μπιστόλι γυμνό, και συνόδευε δυο νεαρούς εικοσάρηδες. Μεσοχωριανάκια. Όπως περνούσε δίπλα απ’ τ’ αλαφιασμένα γυναικόπαιδα, πυροβόλησε από πίσω τους άτυχους νεαρούς κι έπεσαν καταγής στη μέση τ’ αμαξωτού θανάσιμα κτυπημένοι. Αποτραβήχτηκαν παιδιά και γυναίκες. Πως μπορούσαν να πιστέψουν. Κι όταν είδαν στη στράτα να τρέχει ζεστό το αίμα των αδικοσκοτωμένων, μανιασμένες οι γυναίκες ξέσπασαν σε κατάρες. Σε κοπετούς και θρήνους. Που τους έφτανε ο αγέρας, ως τις γύρω χαράδρες, ως εμάς πάνω στο Κέντρος.

 

Το άδειασμα των σπιτιών

Τέταρτο της ώρας, δεν είχε περάσει από το σκοτωμό των νεαρών, πράξη των ναζήδων απερίγραφτη σε φρίκη και έδωσαν εντολή στα γυναικόπαιδα και στους γερόντους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η εντολή έλεγε να τ’ αδιάσουν απ’ όλα τα πράγματα. Μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι. Μετά να επιστρέψουν στον ίδιο χώρο, στην Πλατεία. Όποιος κυκλοφορούσε μετά την ορισμένη ώρα στο χωριό θα σκοτωνόταν χωρίς άλλο. Θέλοντας μάλιστα να κεντρίσουν το ενδιαφέρον, για τούτη τη δουλειά, άφησαν να υποννοηθεί-πως νοιαζόταν να μην καταστραφούν μαζί με τα σπίτια και τα πράγματα των κατοίκων. Υπήρχε μια σκοπιμότητα σε τούτο. Να διευκολυνθούν οι «υπερήφανοι» Γερμανοί στρατιώτες στο πλιάτσικο.
Ανόρεξα γυναίκες, παιδιά και γέροντες γύρισαν στα σπίτια τους. Τι να κάνουν σοδιές και όλα τ’ άλλα, ύστερα από τις απειλούμενες συμφορές. Με την επίβλεψη των Γερμανών αγκάρευαν και άδειαζαν τα πατρογονικά τους, απ’ ότι περιείχαν. Έπιπλα, τρόφιμα, προίκες καμωμένες με πολλές προσδοκίες, εικόνες, φωτογραφίες προσφιλών προσώπων, όλα όσα βρίχνουσαν μέσα σ’ ένα νοικοκυριό. Τα εναπόθεταν στις αυλές, στους δρόμους, στους κήπους και όπου αλλού οι Γερμανοί τους υπόδειχναν. Κόποι δεκάδες χρόνων σωριάζονταν σε τεράστιους όγκους. Κι όπως φαινόταν απ’ το βουνό, έμοιαζαν με Πύργους από διάφορα χρώματα.

 

Η διαλογή των Μελλοθάνατων

Στο χρόνο που τα γυναικόπαιδα με τους γερόντους ασχολούνταν με το άδιασμα των σπιτιών, στο χώρο συγκέντρωσης των αντρών, πλανιώταν από στιγμή σε στιγμή ο θάνατος! Πυκνές οι φρουρές των Γερμανών με τις κάνες των όπλων στραμμένες κατ’ απάνω τους. Πληροφορημένοι οι άντρες για το σκοτωμό των δύο νεαρών άκουγαν και τους θρήνους των γυναικόπαιδων και κορυφώνονταν η αγωνία τους. Πως να αντιδράσουν. Ξαφνιασμένοι, ανυπεράσπιστοι, με παιδιά και γυναίκες αιχμαλωτισμένες, μοιραίως αφοπλίστηκαν από την ιδέα οποιουδήποτε αντιπερισπασμού. Πέρα που όπως τους είχαν αναγκάσει να καθίσουν ανάποδα προς τη μεγάλη κλίση του εδάφους, δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν προειδοποιημένοι κιόλας πως όποιος αλλάξει θέση θα σκοτωνόταν επί τόπου. Πέρασαν οι άντρες, ανεξαιρέτως απ’ αυστηρό έλεγχο ταυτοτήτων. Με τρόπο που κανείς δεν μπορούσε ν’ αποκρύψει τα πραγματικά στοιχεία του. Διασταυρωνόταν, όπως καθένας περνούσε «κοντρόλ» απ’ τον Πρόεδρο, τον Παπά και άλλο ένα χωριανό. Ξεχώρισαν από το σύνολο των αντρών τριάντα δυο. Λες και τους είχε ζηλέψει ο Χάρος. Νεαρής ηλικίας (ανάμεσα τους και τέσσερις έφηβοι).

Πολλοί πολέμαρχοι τ’ Αλβανικού μετώπου, της Μάχης της Κρήτης, μυημένοι στην Αντίσταση, απ’ οικογένειες αποκηρυγμένες από τους Γερμανούς. Τούτοι ήσαν οι Μελλοθάνατοι. Τους απομόνωσαν στο σπίτι του Νικολάου Τζωρτζάκη (Νικολάκι), με πολλούς φρουρούς στην πόρτα και τριγύρω.

 

Οι φάλαγγες των Προσφύγων

Τα γυναικόπαιδα σύμφωνα με τις εντολές των Γερμανών, είχαν συγκεντρωθεί, για δεύτερη φορά, πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι, στην πλατεία του Χωριού. Ξεθεωμένες οι γυναίκες, κλαμένες, γεμάτες κακές υποψίες, κρατούσαν στα χέρια και σήκωναν στις πλάτες παιδιά, πατανίες, λαΐνια, βούργιες και οι περισσότερες λίγο ψωμί και ότι άλλο, τυλιγμένα σε μια φαντή πετσέτα να τα δώσουν στους απομονωμένους άντρες να μερέψουν την πείνα τους. Κι ας αφορούνταν οι άμοιρες μανάδες, αδελφές, παντρεμένες, νιόπαντρες, αρραβωνιαστικές, πως το λιγότερο που ‘χαν ανάγκη οι δικοί τους ήταν η πόρεψη. Οι Γερμανοί δε τις άφησαν να πλησιάσουν…
Είχε περάσει για καλά το μεσημέρι και φαινόταν να φεύγουν, τους συγκεντρωμένους προς το χωριό Ελένες. Ωστόσο κατάφθαναν οι εκπατριζόμενοι και από τ’ άλλα χωριά. Ατελείωτες οι φάλαγγες κινούνταν στον αμαξωτό από γυναίκες, παιδιά και άντρες που δεν είχαν την τύχη των μελλοθάνατων.

Οι εκτελέσεις

Διακρινόταν ακόμα οι πορευόμενοι προς το Μέρωνα πρόσφυγες. Η ώρα μπορεί και νωρίτερα από τις δυο μετά το μεσημέρι. Τότε αντιληφθήκαμε τις εκτελέσεις στο χωριό μας. Δεν μπορούσαμε από την απόσταση να ξεχωρίσουμε τα πρόσωπα. Με τη βοήθεια διόπτρων ξεχωρίζαμε τις φιγούρες των Μελλοθάνατων και την πορεία προς το Γολγοθά! Τους έπαιρναν δυο-δυο στην αρχή από το σπίτι του Τζωρτζάκη, δεμένους και τους οδηγούσαν οι συνοδοί Γερμανοί σε κοντινή απόσταση (200 μ.) στο σπίτι, όπως υποθέταμε και από το βουνό του Αντώνη Σιράγα (Σιραγαντώνη). Τους εκτελούσαν με ριπές ταχυβόλων όπλων και τους πετούσαν στον Αχυρώνα.

Οι ριπές των ταχυβόλων θανάτωναν κι εμάς! Σκότωναν τους δικούς μας, δίχως να μπορούμε μια βοήθεια. Απλοί θεατές και απ’ ασφαλές σημείο, στο μεγάλο δράμα των καταδικασμένων και καταπροδομένων αδελφών μας. Που τόσο πρόωρα, άγριο δολοφονικό χέρι τους άρπαζε για πάντα από κοντά μας. Οι εκτελέσεις κράτησαν ώρα μπορεί και περισσότερο. Κατόπιν οι ναζήδες περιέβρεξαν τους σκοτωμένους με εύφλεκτες ύλες έβαλαν φωτιά και ανατίναξαν με δυναμίτες το σπίτι των εκτελέσεων. Πυκνός μαύρος καπνός σηκώθηκε σε μεγάλο ύψος και όπως το σπίτι κατακρημνίστηκε, καταπλακώθηκαν τα πτώματα των μαρτύρων.

 

Οι μεμονωμένοι φόνοι

Γέροι και γριές, κατά το πλείστον, σκοτώθηκαν την ίδια μέρα (22 Αυγούστου) και τις αμέσως επόμενες σποραδικά από τους επιδρομείς. Γιατί δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν το χωριό. Η ίδια τύχη περίμενε και άλλους που αν και βρέθηκαν έξω από τον κλοιό απερίσκεφτα επιχείρησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Έτσι βρήκαν το θάνατο, ένας υπέργηρος απόστρατος αξιωματικός της χωροφυλακής (Στυλιανός Δ. Κοκόνας). Τέσσερις άλλοι μεγάλης επίσης ηλικίας (Θεμιστοκλής Εμμ. Γενεράλις, Χρήστος Ι.Δασκαλάκης, Εμμ. Μ. Ταταράκις και Νικόλαος Π. Χειμωνάκις). Δυο γυναίκες η μια αόμματη (Ευαγγελία Κ. Γιαννακουδάκη) και η άλλη κατάκοιτη (Χαρίκλεια Ι. Ταταράκη) και ένας / ανάπηρος της Μικρασίας (Ευάγγελος Ι. Μανιουδάκις).

 

Η καταστροφή των άλλων χωριών του Κέντρους

Όπως ο Γερακάρης, συγχρόνως καταστράφηκαν και τ’ άλλα χωριά του Κέντρους. Οι κάτοικοι τους έζησαν παρόμοιες, ανεπανάληπτες τραγικές στιγμές και πολλοί εκτελέστηκαν. Στο μικρό χωριό Καρδάκι, έστησαν στον τοίχο είκοσι πατριώτες. Μαζί κι ένας Χανιώτης γαμπρός των Καρδακιανών. Ο Εμμανουήλ Βλεπάκις.
Οι σφαίρες δεν τον βρήκαν σε καίριο σημείο. Όπως έπεσε κι από πάνω του δυο-τρία άψυχα κουφάρια, τον προστάτεψαν, στις χαριστικές βολές, από τα όμματα των δήμιων. Από τις φορές που οι νεκροί σώζουν από βέβαιο θάνατο. Βαριά τραυματισμένος, ψυχικά εξουθενωμένος από την κόλαση των εκτελέσεων, μπόρεσε εύκολα να διαφύγει γιατί οι ναζήδες εγκατέλειψαν το χωριουδάκι μετά τις εκτελέσεις και δύσκολα να φτάξει ζωντανός σε όχι και τόσο κοντινό χωριό (Μοναστηράκι), να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες και να διασωθεί.
Ο Βλεπάκης παραστάθηκε και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των εγκληματιών πολέμου (Μύλλερ και Μπρόγερ) που έγινε το 1947 στην Αθήνα και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στους εκτελεσμένους στο Καρδάκι, συμπεριλαμβάνονται και οι φίλοι μου που ήμασταν τη βραδιά της κύκλωσης στις «Καρές» κι αναζήτησαν ασφαλέστερο κρησφύγετο. Έκαναν κακή εκτίμηση. Αντί να προτιμήσουν το βουνό, διάλεξαν τους Μύλους στη θέση «Φώτη» κυκλώθηκαν δεν μπόρεσαν να σπάσουν τον κλοιό κι έχασαν τη ζωή τους. Επίσης στο Καρδάκι σώθηκαν κι άλλοι χωριανοί μου που πιάστηκαν την περιοχή του «Φώτη» και στον οικισμό Γουργούθοι που εκθεμελιώθηκε κι αυτός.

Στο χωριό Βρύσες εκτελέστηκαν τριάντα κι ανάμεσα τους και Σμιλιανοί. Πολλούς πιστεύεται πως κατάσφαξαν. Στο σπίτι των εκτελέσεων βρέθηκε «αγκωνάρι» βουτηγμένο στο αίμα κι απ’ αυτό το σημείο είχε τρέξει σ’ απόσταση πολλών μέτρων. Στους Μελλοθάνατους των Βρυσών κι ο Ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκις. Όπως έλεγαν από τις πρώτες μέρες της καταστροφής κάποιος Γερμανός από τους επιδρομείς έδωκε την πληροφορία ότι οι ναζήδες πυροβολούσαν συνεχώς το Συμεών χωρίς αποτέλεσμα. Τρόμαξαν από το θαύμα κι έσπευσαν να του αποκόψουν τελείως την κεφαλή για να τον βρει ο θάνατος. Ο Συμεών ήταν ο μόνος από τους Κληρικούς του Κέντρους που μαρτύρησε. Ένδειξη πως ήταν προδομένος για τις προσφορές του στον Αγώνα. Αυτός ο άξιος συνεχιστής της ιστορίας των μεγάλων Κληρικών του Έθνους.

Στο Άνω Μέρος, από τα μεγαλύτερα ριζίτικα Κεφαλοχώρια τ’ Αμαρίου, πρωτοπόρο σ’ όλους τους Κρητικούς Αγώνες, εκτέλεσαν τριάντα οκτώ! Στην Κρύα Βρύση, το μόνιμο καταφύγιο των καταδιωκόμενων από τους δυνάστες οι εκτελεσμένοι έφταξαν τους τριάντα πέντε! Άφθονο έτρεξε ο Κρητικό αίμα στις 22 Αυγούστου του ’44. Οι δολοφονημένοι κόντεψαν δυο εκατοντάδες. Όργιο σφαγής που δε σημειώθηκε στα Ρεθυμνιώτικα από την Ολοκαύτωση τ’ Αρκαδίου.

Μπροστά στα ερείπια

Ξημέρωσε η τελευταία μέρα τ’ Αυγούστου. Πως μας φάνηκε ότι ο ήλιος ανάτειλε λαμπερότερος. Τα κορμιά μας ρουφούσαν τις ακτίνες κι ξαναζωντάνευαν από τη ζωοδότηρα ζεστασιά. Οι φλογέρες των ποιμένων κι οι καμπανέλες των αιγοπροβάτων γλυκοαντηχούσαν στις γύρω πλαγιές. Πουλιά φτερούγιζαν κελαηδώντας από κλαρί σε κλαρί. Ανείπωτη η αγαλλίαση αγναντεύοντας προς τον Ψηλορείτη. Ως ένα βαθμό από το μεγαλείο είχαμε ξεχάσει τη μεγάλη συμφορά. Η τόση ευφορία από τα’ αρμονικό τούτο συνταίριασμα της Δημιουργίας, σταθμός αναψυχής στην εσωτερική κατάθλιψη που νοιώθαμε από τα δεινά που μας πλάκωσαν, μας έδινε τη δύναμη και μας γιγάντωσε την επιθυμία, να πλησιάσουμε το βανδαλισμένο χωριό μας. Απ’ ότι βλέπαμε, οι ναζήδες πρέπει να ‘χαν αποσυρθεί, αποκαμωμένοι από το όργιο του ολέθρου και σφαγής τόσων ημερών. Κατηφορίζοντας προς τη ρίζα του βουνού, συναντηθήκαμε μ’ ένα βοσκό. Πριχού καλά προλάβουμε να τον καλημερίσουμε, μας φώναξε όσο μπορούσε δυνατά: ε μωρέ κοπέλια, εξεκουμπιστήκανε οι (γι) οχθροί μας. Εμπάστε στο χωριό μα να μη χάσετε το κουράγιο σας. Ούλα θα ξανασαστούνε μα οι (γι) ανθρώποι μας…» και τον έπνιξε κόμπος στο λαιμό.
Το ρίξαμε στο γλάκιο, ας πούμε περίεργοι μ’ ότι έμελλε να συναντήσουμε. Σε λίγη ώρα αντικρίζαμε τα ερείπια του χωριού μας! Στο χωριό που άλλοτε μόνο χαρές, τραγούδια κι ευλογίες στον Πανάγαθο, για τον τόπο που μας χάρισε, απλωμένη μια νεκρική απέραντη σιωπή. Συγκλονιστική.

Μας κτύπησε ως τα κατάβαθα. Τα δρομάκια τα γραφικά, τ’ ασβεστωμένα δεξιά ζερβά, με τους σγουρούς βασιλικούς στα χαμηλοπαραθύρια και τις σκιερές κληματαριές εξαφανισμένα. Τα φτωχικά μας, τα πιο πολλά αναστημένα πάνω σε παλιές πυρπολήσεις, συντρίμμια ένας σωρός! Τελειωτική η καταστροφή! Πολλά ζώα  λιανά-χοντρά  τυμπανιασμένα   και  πνιγόσουν  από  τη   δυσοσμία. Δυσκολεύονταν  η  αναπνοή  μας  και  με δισταγμούς απροσδιόριστους αναζητούσαμε το χώρο του μαρτυρίου, το θυσιαστήριο των συγχωριανών μας. Ένα βήμα μπροστά δέκα πίσω. Μας είχε συνεπάρει μεγάλο δέος.

Όταν επί τέλους φτάξαμε στο σπίτι των εκτελέσεων, κόκαλο από το φρικιαστικό θέαμα. Η οσμή των νεκρών ήταν το λιγότερο. Τα   πτώματα   των   αγαπημένων   μας,   παραμορφωμένα,   μισοκαμένα, κατακομματιασμένα.   Μισό  κεφάλι,   μισό  πόδι,   ένα   μέρος  του  χεριού, ενδύματα υποδήματα και άλλα, ξεπρόβαιρναν από τις πέτρες, τα χώματα, τις ντόγιες και τα μεσοδόκια.  Μακάβριο συνοθύλευμα.  Σύγκριο,  ιδρώτας ποταμός μας έλουσε, δε μπορούσαμε να βλέπουμε, δε μπορούσαμε ν’ αντέξουμε άλλο. Προχωρήσαμε προς τον Άη Γιώργη τ’ αγαπημένο γειτονικό εκκλησάκι μας. Με τη μεγάλη την καμπάνα, την αδίπλωτη απ’ αδύνατα χέρια, το μπαϊράκι, τις Άγιες εικόνες. Να παραπονεθούμε στον προστάτη μας για το μεγάλο κακό. Να σταυροκοπηθούμε, να πάρουμε κουράγιο,  να παρηγορηθούμε. Τ’ όμορφο, το κάτασπρο, σαν τις ψυχές των Αγγέλων, εκκλησάκι ισοπεδωμένο. Οι εικόνες, τα ιερά άμφια, τα εξαπτέρυγα, τα ξύλα του φτωχικού τέμπλου, στέναζαν κάτω από τους πεσμένους τοίχους της αγιόκτιστης εκκλησούλας. Στο σημείο του Σταυρού, εκστασιασμένοι, είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τον όμορφο Καβαλάρη να κτυπά αλύπητα το θεριό.

Το θεριό του Βορρά! Η νίκη θα ‘ναι δική μας!
Από τον Άη Γιώργη, σκεφτήκαμε τη βρύση του Κατωχώρι. Να δροσίσουμε τα ξεραμένα χείλη, να βρέξουμε τα ωχρά πρόσωπα μας. Η βρυσούλα που από τότε που στάθηκε ο τόπος μας πότιζε με του θρύλου τ’ αθάνατο νερό, αγνώριστη, ανατιναγμένη. Το δροσερό νεράκι, ανάβλυζε απ’ τα χαλάσματα και το κελάρισμά του, έφτανε ως την ακοή μας, σαν θεϊκή αρμονία. Μας αναπτέρωσε χίλιες ελπίδες. Το χωριό μας θα ξανανθίσει…!

ΓΕΡΑΚΑΡΙ – Ο μακρύς κατάλογος της μεγάλης σφαγής

Γυναίκες:
1. Παννακουδάκη Κ. Ευαγγελία (68)
2. Ταταράκη Ι. Χαρίκλεια (78)
Άνδρες:
1. Αγγελάκης Κ. Γεώργιος (32)
2. Αγελλάκης Αστρ. Νικόλαος (28)
3. Αγγελάκης Αστρ. Φραγκίσκος (20)
4. ΑκουμιανάκηςΔ. Γεώργιος (41)
5. Αλεξανδράκης Κ. Μιχαήλ (16)
6. Βρανάς Εμμ. Δημήτριος (41)
7. Γενεράλις Εμμ. Θεμιστοκλής (78)
8. Γιαννακουδάκης Κ. Εμμανουήλ (23)
9. Δασκαλάκης Ι. Χρήστος (85)
10. Κοκόνας Γ. Αντώνιος (54)
11. Κοκόνας Αντ. Γεώργιος(24)
12. Κοκόνας Ι. Γεώργιος (17)
13. Κοκόνας Κ. Εμμανουήλ (20)
14. Κοκόνας Στυλ. Ευάγγελος (36)
15. Κοκόνας Γ. Μάρκος (47)
16. Κοκόνας Ι. Νικήστρατος (47)
17. Κοκόνας Κ. Νικόλαος (18)
18. Κοκόνας Ι. Πολύδωρος (55)
19. Κοκόνας Δ. Στυλιανός (75)
20. Κουτελιδάκης Ευαγ. Αντώνιος (16)
21. Κουτελιδάκης Ι. Ευάγγελος (64)
22. Κουτελιδάκης Κ. Ευάγγελος (63)
23. Κουτελιδάκης Ν. Ιωάννης (20)
24. Κουτελιδάκης Σταυρ. Ιωάννης (45)
25. Κουτελιδάκης Κ. Νικόλαος (60)
26. Μανιουδάκης Ι. Ευάγγελος (45)
27. Μαρνιέρος Αττ. Γεώργιος (16)
28. Μττολιουδάκης Κ. Παντελής (28)
29. Ξεκαλάκης Γ. Εμμανουήλ (54)
30. Ξεκαλάκης Γ. Ηρακλής (46)
31. Στρατιδάκης Εμμ. Ευστράτιος (22)
32. Ταταράκης Ν. Γεώργιος (53)
33. Ταταράκης Μιχ. Εμμανουήλ (66)
34. Ταταράκης Δ. Ιωάννης (25)
35. Ταταράκης Ν. Κων/νος (47)
36. Ταταράκης Γ. Νικόλαος (52)
37. Τουρνάκης Κ. Γεώργιος (41)
38. Τρουλλινός Γ. Εμμανουήλ (70)
39. Χειμωνάκης Ν. Κωνσταντίνος (47)
40. Χειμωνάκης Ν. Μιχαήλ (45)
41. Χειμωνάκης Πολυχρ. Νικόλαος (74)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚΘΕΣΗΣ (1945) ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Για τις ωμότητες των Γερμανών στην Κρήτη (χωριά του Κέντρους)

Την 22/8 ηκολούθησεν η φοβερά τραγωδία των 7 χωρίων του Αμαρίου του ΓΕΡΑΚΑΡΗΣ, ΓΟΥΡΓΟΥΘΟΙ, ΚΑΡΔΑΚΙ, ΒΡΥΣΕΣ, ΑΝΩ ΜΕΡΟΣ, ΣΜΙΛΕΣ, ΔΡΥΓΙΕΣ, ως και του νοτιώτερον κειμένου ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ.
Την πρωίαν της ημέρας αυτής τα χωρία του Αμαρίου ευρέθησαν κυκλωμένα υπό γερμανικών αποσπασμάτων, ενώ οι άνδρες όλοι ανυποψίαστοι εκοιμώντο εντός των οικιών των. Εισελθόντες εις τον ΓΕΡΑΚΑΡΗ οι Γερμανοί συνεκέντρωσαν όλους τους κατοίκους εις την οικίαν του Ν. Τζωρτζάκη. Δύο νέοι, Εμμ. Κ. Γιαννακουδάκης και ο Ευστρ. Εμμ. Στρατιδάκης, επιχειρήσαντες να δραπετεύσουν, εφονεύθησαν επί τόπου προ των άλλων συγχωριανών των.

Επειδή αι γυναίκες εθρήνουν, οι Γερμανοί έστρεψαν εναντίον των τα πολυβόλα και τας διέταξαν να σιωπήσουν επί ποινή αμέσου τυφεκισμού. Κατόπιν ανεκοίνωσαν ότι το χωρίον, όπως και τα γειτονικά, θα τιμωρηθή, διότι κατά την διέλευσιν εκείθεν του ανταρτικού αποσπάσματος του απαγαγόντος των αιχμαλωτισθέντα στρατηγόν Κράιπε, δεν έσπευσαν να ειδοποιήσουν σχετικώς τας γερμανικός αρχάς. Έπειτα διέταξαν τα γυναικόπαιδα να πάρουν ότι ηδύναντο μεθ’ εαυτών, διότι θα έκαμνον ένα ταξίδι 40 χιλιομέτρων. Επετράπη εις κάθε οικογένεια να συμπαραλάβη και εν κατοικίδιον ζώον. Το τέχνασμα των Γερμανών ήτο να προτρέπουν τας γυναίκας να εξαγάγουν τα πολυτιμότερα πράγματα των, και να τα συγκεντρώσουν εις ορισμένα μέρη, δήθεν δια να σωθούν εκ της καταστροφής, πραγματικώς όμως δια να ευκολυνθή η σύλησίς των επανελήφθη και εδώ, όπως και εις τους Γουργούθους και το Άνω Μέρος. Ακολούθως αφού εξήλεγξαν την ταυτότητα των ανδρών, τους ηνάγκασαν να καθήσουν στραυροπόδι επί κατηφορικού εδάφους με τα νώτα προς την κατωφέρειαν μόνον και μόνον δια να τους βασανίσουν. Τέλος, αφού εξεχώρισαν τους γέροντας, υποχρεωθέντας ν’ ακολουθήσουν τας γυναίκας, εκράτησαν 36 άνδρας προς εκτέλεσιν, τους δε λοιπούς, 75 περίπου μετά 50 παρθένων οδήγησαν εις το Ρέθυμνον όπου τους εφυλάκισαν επί τρεις εβδομάδας.

Μετά την απομάκρυνσιν του αμάχου πληθυσμού, δισκορπισθέντος εις διάφορα χωρία, ήρχισεν η εκτέλεσις των 36, αγομένων ανά δυο εντός οικίας το πολυβόλον είχε στηθεί προ της εξωτερικής θύρας του εμπρόσθιου δωματίου, ενώ οι μελλοθάνατοι ετοποθετούντο εις το όπισθεν μέρος αυτού, προ θύρας αγούσης εις δεύτερον δωμάτιον μεθ’ εκάστην εκτέλεσιν οι νεκροί εσύροντο και ερίπτοντο εις το όπισθεν δωμάτιον δια να επακολούθηση νέον ζεύγος. Μετά τον φόνον των 36, έρριψαν βενζίνην και έκαυσαν την οικίαν μετά των πτωμάτων. Επηκολούθησε γενική λεηλασία, επί 8 ημέρας 13 αυτοκίνητα μετέφερον την λείαν, ενδύματα, κλινοσκεπάσματα, κεραμίδια, ζώα κ.τ.λ. Μετά την λεηλασία εκάστη οικία εκαίετο κι ανετινάσσετο δια δυναμίτιδος. Το σχολείον ανετινάχθη επίσης εκ θεμελίων, ομοίως αι 4 εκκλησίαι του χωρίου και αι 4 κρήναι. Εκ των 177 οικίων του Γερακάρη δεν απέμεινε ούτε μία ορθή. Της εκκλησίας της Παναγίας τα ερείπια οι Γερμανοί εφρόντισαν να τα μεταβάλουν εις κοπρώνα.

Παραλλήλως εφονεύοντο και όσοι ευρίσκοντο καθ’ οδόν και εις τους αγρούς. Εν συνόλω το χωρίον αριθμεί 53 τυφεκισθέντας, συμπεριλαμβανομένων και των εις Γουργούθους εκτελεσθέντων, συνοικισμόν ανήκοντα εις την κοινότητα του Γερακάρη, ως και των εις Καρδάκι προς συμπλήρωσιν του ορισθέντος αριθμού θυμάτων.
Εις τους εκτελεσθέντος συγκαταλέγονται και 2 γυναίκες η 60ντούτις Ευαγγ. Γιαννακουδάκη, μήτηρ του ετέρου των δύο πρώτων τυφεκισθέντων νέων ((Ίδε ανωτ.) τυφλή και κωφή, εκτελεσθείσα εντός τη οικίας της, διότι μη ακούσασα την διαταγήν δεν είχεν εξέλθει μετά των άλλων κατοίκων και η Χαρ. Ι. Ταταράκη, άνω των 90 ετών, μη δυναμένη να μετακινηθή, επίσης εντός της οικίας της. Εφονεύθη και ο 80ντούτης Στ. Κοκόνας εντός της οικίας του και ο ανάπηρος του 1922 Ευαγγ. Ι. Μανιουδάκης εντός του καταστήματος του.
Το μέγεθος της συμφοράς της πληξάσης το χωρίο θα καταλάβει κάπως οπωσδήποτε πότε ακούων εν μόνον χαράκτηριστικόν παράδειγμα αφανισμού οικογενείας η Ελένη Αστρινού Αγγελάκη πενθεί φονευθέντος τον σύζυγόν της, δύο τέκνα, δύο αδελφούς, πέντε πρώτους ανεψιούς, τεσσάρας πρώτους εξαδέλφους και επτά δεύτερους ανεψιούς.

Εικόνες φρίκης

Οι ναζί από την αγέρωχη συμπεριφορά των μελλοθάνατων στο Κέντρος ξαφνιάστηκαν και τρομοκρατήθηκαν. Έσπευσαν να τους «τσελεκώσουν» και να τους εκτελέσουν με ταχυβόλα όπλα. Πολλοί δεν απαλλάχτηκαν με χαριστική βολή της επιθανάτιας αγωνίας! Μετά έλουσαν τα πτώματα με εύφλεκτες ύλες, έβαλαν φωτιά και ανατίναξαν τα κτίσματα που χρησιμοποιήθηκαν ομαδικοί τάφοι. Από τις ανατινάξεις αλλού ο ενταφιασμός έφτασε και μέχρι εξαφανισμού των πτωμάτων (Άνω Μέρος, Κρύα Βρύση). Στο Γερακάρι, Καρδάκι και Βρύσες, ήθελε μεγάλη δύναμη να αντικρίσει κανένας κατάματα το φρικιαστικό θέαμα. Χέρια δεμένα, ζευγαρωμένα στο θάνατο, κεφάλια κομμένα μ’ ανοιχτά μάτια, δαγκωμένες τις γλώσσες, μ΄ αποτυπωμένη τη φρίκη των τελευταίων στιγμών στα καταματωμένα πρόσωπα. Ο ενταφιασμός ολοκληρώθηκε αμέσως μετά το φεύγα των φονιάδων (29-8-1944). Με τη συνοδεία σκηνών αλλοφροσύνης. Και τι δεν έβλεπες! Τζαγκουρνομαδήματα χαροκαμένων μανάδων, αγκαλιάσματα ακέφαλων πτωμάτων, φιλήματα σπασμένων κεφαλών, μα δεν αντέχω άλλο και σταματώ τις οδυνηρές αναμνήσεις.

Σε σας που δε γνωρίσατε τους αδελφούς και τους πατεράδες μας, που αναπαύουνται στους γαλήνιους και ένδοξους τάφους τους, κάτω από τη σκιά των πιο ψηλών βουνών, σας τους φέρνω στο νου. Όλοι τους μικροί-μεγάλοι κυπαρισσόκορμοι, ρωμαλέοι, πρόσχαροι και γενναίοι. Μ’ ένα πολιτισμένο και γλυκό χαρακτήρα, πούκανε τη φιλία τους πολύτιμο απόκτημα. Εκτός από τις πολεμικές ικανότητες τους και την κλίση τους σε κάθε είδους πατριωτική δράση, τα φιλόξενα αισθήματα τους, η καλοσύνη τους, η επιδεξιότητα στο χορό και στο τραγούδι, ο αυθορμητισμός στο γέλιο και η ζωντάνια τους στο καθετί, έκανε για μας που τους γνωρίζαμε το θάνατο τους διπλά τραγικό.

 

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ

Κατά μήνα Απρίλιον 1944 απήχθη ο Γερμανός Στρατηγός Κράιπε από ένα Αγγλικόν κομμάντο με την υποστήριξιν Ελλήνων συμμοριτών.
Ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης είχε ζητήσει από ολόκληρο τον πληθυσμό δια προκηρύξεων και ανακοινώσεων να βοηθήση ούτος τας ανακρίσεις προς ανακάλυψιν των δραστών. Η πρόσκλησις όμως αυτή έμεινε άνευ αποτελέσματος. Τώρα έγινε γνωστή, κατόπιν λεπτομερών ανακρίσεων, η ακριβής οδός της αρπαγής του ως είρηται Στρατηγού.
Απεδείχθη ότι το Αγγλικόν Κομμάντο δεν ενισχύθη μόνο από συμμορίτας Έλληνας, αλλά και από τον πληθυσμόν των χωρίων Ανώγεια, Γερακάρι, Γρουργούθοι, Βρύσες, Άνω Μέρος, Κρύα Βρύση, Σαχτούρια, πλησίον των οποίων τον απέκρυψαν, όστις είναι εξ ίσου ένοχος καθ’ όσον ευρίσκετο εν πλήρει γνώσει της αποκρύψεώς του. Τα χωρία ταύτα και οι κάτοικοι επλήγησαν με την τότε απειληθείσαν τιμωρίαν. Ο πληθυσμός, ο ανόητος και παρασυρθείς ριγμένος εις την δυστυχίαν, ας ερώτηση εαυτόν εν όψει των φονευθέντων και τραυματιών και των ερειπίων αν ήτο ορθόν να ακολουθήσει τους Άγγλους και Συμμορίτας εις το έργον των και να υποφέρει τόσον βαρειά.

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ Χ.ΜΥΛΛΕΡ

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παρατηρητής» Χανίων στο φύλλο της 25 Αυγούστου 1944.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΥΛΛΕΡ

«ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΑΡ. 65

Εν Χαϊδαρίω σήμερον την 20ην (εικοστήν) του μηνός Μαΐου του χιλιοστού εννεακοσιοστού τεσσαρακοστού εβδόμου έτους, ημέραν Τρίτην και ώραν 10 π.μ. μεσημβρία και εν τω Ληξιαρχικά) καταστήμάτι κειμένω εντός του Κοινοτικού Κατ/τος ενώπιον εμού της Ευγενίας Σπαθοπούλου ληξιάρχου της πόλεως Χαϊδαρίου του δήμου Χαϊδαρίου, της επαρχίας Αττικής, ενεφανίσθη ο Κούτσιας Αθαν., ετών 41, επαγγέλματος Μοίραρχος, κάτοικος Αθηνών, οδός Ναυάρχ. Νικόδημου 20, και εδήλωσεν ότι εν Χαϊδαρίω την 20ην (Εικοστήν) του μηνός Μαΐου ημέραν Τρίτην και ώραν 5 π. μεσημβρίας του χιλιοστού εννεακοσιαστού τεσσαρακοστού εβδόμου έτους εξετελέσθη ο ΜΥΛΛΕΡ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ, κάτοικος Γερμανίας, γεννηθείς εν Χούμπερταλ Μπάρμπελ, ηλικίας ετών 48, επαγγέλματος Στρατηγ. Γερμ. Στρατού, θρησκεύματος Διαμαρτυρόμ. Υπήκοος Γερμανός, υιός του Γουλιέλμου. Ο θάνατος κατά την πιστοποίησιν του Ιατρού Παυλοπούλου Αθανασίου επήλθεν εκ καταδικαστικής εις θάνατον εκτελέσεως συνεπείας της υπ’ αριθ. 3 αποφάσεως από 9/2/1946 του Ειδικού Στρατοδικείου Εγκληματιών Πολέμου.
Εφ’ ω συνετάγη η παρούσα ήτις αναγνωσθείσα και βεβαιωθείσα παρά του δηλούντος Κούτσια Αθανασίου υπεγράφη παρ’ αυτού και παρ’ εμού.

Ο δηλώσας
Α. ΚΟΥΤΣΙΑΣ

Η ληξίαρχος
Ε. ΣΠΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Ακριβές αντίγραφον εκδοθέν ατελώς προς Στρατ.Χρήσιν
Εν Χαϊδαρίω τη 20/5/1947 Τ.Σ. Υπογραφή»
Κείμενα από την έκδοση του Δήμου Συβρίτου-
Αρχείο Ιστορικών Ερευνών για το Ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους «Αφιέρωμα στο Κέντρος, Μέρος 1ο Γερακάρι»
σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό Ρεθύμνου

Τρίτη, 10 Μαρτίου 2020 19:29

Βρύσες Αμαρίου

Written by

 22 Αυγούστου 1944

Βρύσες, Το χρονικό της καταστροφής
Του Γεωργίου Ι.Κούκλινου, Δασκάλου
Ξημερώματα της 22 Αυγούστου 1944. Οι Βρύσες και άλλα ομορφοχώρια του Κέντρους έχουν συγχρόνως κυκλωθεί από τους Γερμανούς. Η αφορμή είναι γνωστή. Η απαγωγή του Στρατηγού Κράϊπε, το πέρασμα του από τα χωριά και η παραμονή του στο Κέντρος 2-3 ημερόνυχτα. Κάτι φαίνεται είχε ψιθυριστεί για τη επικείμενη καταστροφή, αλλά οι χωριανοί δεν είχαν ειδοποιηθεί και «πιάστηκαν» στον ύπνο. Λίγοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν. Άλλοι γλίστρησαν από τα πόδια των κατακτητών και άλλοι κρύφτηκαν στα σπίτια τους και έφυγαν όταν νύχτωσε και με μεγάλη προφύλαξη. Οι άνδρες πιάστηκαν και κλείστηκαν στο σχολείο του χωριού και τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι οδηγήθηκαν στο Ρέθυμνο, στο Φρούριο Φορτέντζα «στα σύρματα», όπως έλεγαν και αφέθηκαν ύστερα από πολλές περιπέτειες και ταλαιπωρίες ελεύθεροι.
Κατά το μεσημέρι οι Γερμανοί έπαιρναν τους άνδρες δυό-δυό, τους οδηγούσαν λίγο πιο πέρα σ’ ένα σπίτι και τους εκτελούσαν, χωρίς να μπορούν να προβάλλουν, άοπλοι όπως ήσαν, την παραμικρή αντίσταση. Το μόνο που έκαναν εκείνη τη στιγμή είναι, πώς έριχναν περιφρονητικές ματιές στους κατακτητές και τους έλεγαν με το βλέμμα τους αλλά και με λόγια άνανδρους. Όλοι τους με υπερηφάνεια και με το κεφάλι ψηλά αντίκρισαν το θάνατο. Είναι γλυκύς ο θάνατος για την Πατρίδα. Μετά την εκτέλεση έριξαν πάνω στους νεκρούς εύφλεκτες ύλες και τους έβαλαν φωτιά. Μια φλόγα τινάχτηκε δεκάδες μέτρα ψηλά σαν ύστατος χαιρετισμός στους ήρωες που σκεπάστηκαν στα ερείπια του σπιτιού. Στην ίδια θέση ακριβώς σήμερα έστησαν οι χωριανοί ένα καλλιμάρμαρο μνημείο και σε μία αναμνηστική πλάκα είναι χαραγμένα τα ονόματα των παλικαριών, που θυσιάστηκαν για την Πατρίδα.

  1. Συμεών Γ. Δρετουλάκης Ιερομόναχος, εφημέριος του χωριού.
  2. Αντώνιος Κ. Βλατός
  3. Ιωάννης Γ. Βαρούχας
  4. Ευάγγελος Χ. Κορωνάκης
  5. Γεώργιος Χ. Κορωνάκης
  6. Νικόλαος Χ. Κορωνάκης
  7. Γεώργιος Α. Κορωνάκης
  8. Ανδρέας Α. Κορωνάκης
  9. Νικόλαος Μ. Κραουνάκης
  10. Γεώργιος Ε. Κραουνάκης
  11. Χαράλαμπος Γ. Κραουνάκης
  12. Δημήτριος Γ. Κραουνάκης
  13. Σωτήριος Α. Μαρνιέρος
  14. Νικόλαος Ζ. Μαθιουλάκης
  15. Νικόλαος Ζ. Ριτσάτος
  16. Αριστόδημος Μ. Ριτσάτος
  17. Ιωάννης Ν. Σταματάκης
  18. Ζαχαρίας Α. Σταματάκης
  19. Δημήτριος Ν. Σταυρουλάκης
  20. Αντώνιος Ε. Τσαχάκης
  21. Δημήτριος Η. Τρουλλινός
  22. Γεώργιος Ν. Τρουλλινός
  23. Σταύρος Ν. Τρουλλινός
  24. Μιχαήλ Σ. Τρουλλινός
  25. Κων/νος Ν. Φουντεδάκης
  26. Ελευθέριος Ν. Φουντεδάκης
  27. Εμμανουήλ Κ. Φουντεδάκης
  28. Αναστάσιος Γ. Φουντεδάκης
  29. Σταύρος Κ. Χανιωτάκης
  30. Γεώργιος Θ. Χανιωτάκης

Η μανία των κακούργων δεν περιορίστηκε μόνο στις εκτελέσεις των αθώων αυτών ανδρών. Την άλλη μέρα άρχισε η πυρπόληση του χωριού ολόκληρου. Έθεταν με τη σειρά στα σπίτια εκρηκτικές ύλες και τα ανατίναζαν στον αέρα. Τελευταία άφησαν τα 3 σπίτια που έμεναν στη μέση του χωριού. ΄Έδωσαν και σ’ αυτά φωτιά και έφυγαν αφήνοντας πίσω τους μόνο ερείπια. Φρίκη, ερμιά, θάνατος! Η εικόνα που παρουσίαζε το χωριό ήταν πραγματικά βιβλική. Όσοι χωριανοί κατάφεραν μετά από μέρες να γυρίσουν πίσω, αντίκρισαν μια εικόνα φρικιαστική. Ένα χάλασμα όλο το χωριό. Το αίμα των ηρώων ήταν νωπό ακόμη στους δρόμους και στους τοίχους και μόνο καπνοί έβγαιναν.

Η ίδια ακριβώς καταστροφή έγινε και στους άλλους δυό οικισμούς του χωριού, στο Σμιλέ και στο Καρδάκι. Τους άνδρες του Σμιλέ τους σκότωσαν στις Βρύσες και μετά έκαψαν τον συνοικισμό.
Στο Καρδάκι έγινε άλλη εκτέλεση και στήθηκε κι εκεί ηρώο των πεσόντων και στη μαρμάρινη πλακά του είναι γραμμένα τα παρακάτω ονόματα:

  1. Νικόλαος Γ. Μοναχογυός
  2. Εμμανουήλ Γ. Μοναχογυός
  3. Μιχαήλ Γ. Μοναχογυός
  4. Μιχαήλ Σ. Κυδωνάκης
  5. ΕμμανουήλΣ. Κυδωνάκης
  6. Θρασύβουλος Ν. Γιαννακάκης
  7. Ευάγγελος Χ. Κορωνάκης
  8. Εμμανουήλ Σ. Τρουλλινός
  9. Αλκιβιάδης Σ. Τρουλλινός
  10. Ανδρέας Γ. Κραουνάκης
  11. Σταύρος Ν. Γενεράλης
  12. Στυλιανός Ν. Γενεράλης
  13. Μιχαήλ Ν. Γενεράλης
  14. Αθανάσιος Γ. Φυντίκης
  15. Αλέξανδρος Γ. Φυντίκης
  16. Ηλίας Γ. Τζωρτζάκης
  17. Στέφανος Ν. Μαρνιέρος
  18. Ευάγγελος Μ. Κουκλινός
  19. Πέτρος Α. Λεκανάκης.

Από τους παραπάνω νεκρούς οι 6 πρώτοι ήσαν Καρδακιανοί, οι 4 δεύτεροι Βρυσανοί, οι 6 τρίτοι Γερακαριανοί, οι 2 άλλοι Γουργουθιανοί και ο τελευταίος ήταν από τη Γρηγοριά. Αξίζει να τονιστεί εδώ, ότι οι Γερμανοί είχαν στο πρόγραμμα να εκτελέσουν 20 άνδρες. Όμως ένας από τους είκοσι ο Μ. Βλεπάκης στάθηκε τυχερός και ψύχραιμος. Η σφαίρα τον βρήκε στον ώμο και παρά τους φρικτούς του πόνους έμεινε όλη μέρα ξαπλωμένος κι ακίνητος μαζί με τους άλλους σκοτωμένους. Άμα νύχτωσε σύρθηκε προσεκτικά και έφυγε από τα χέρια των φονιάδων. Ξημερώματα έφτασε στο Μοναστηράκι. Το τραύμα του το περιποιήθηκε γιατρός και έζησε. Έχει δημοσιεύσει σε εφημερίδες και περιοδικά με λεπτομέρειες την τραγική του περιπέτεια. Τώρα και 3 χρόνια έχει πεθάνει.

Μετά την εκτέλεση έγινε και το Καρδάκι ολοκαύτωμα σαν και τ’ άλλα χωριά. Όμως τ’ αναστενάγματα των γερόντων, οι κατάρες των μαυροφορεμένων μανάδων και γυναικών, το παράπονο των ορφανών δεν πήγαν χαμένα. Σε λίγο καιρό ο καταχτητής «έχασε το παιχνίδι» και η Γαλανόλευκη κυμάτιζε ξανά στην ένδοξη Πατρίδα μας.
Αμέσως μετά, με τη βοήθεια του Κράτους και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες αυτών που έζησαν, άρχισε η ανοικοδόμηση του χωριού. Όμως τα ερείπια που σώριασε η εκδικητική μανία των καταχτητών ήταν τόσα πολλά και η έκταση της καταστροφής τόσο μεγάλη, που αν και πέρασαν από τότε πάνω από τρεισήμισι δεκαετίες, υπάρχουν ακόμη σημάδια, για να θυμίζουν σ’ όσους ζουν τις φρικιαστικές εκείνες στιγμές.
Κάθε χρόνο στις 22 Αυγούστου γίνεται μνημόσυνο σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν και δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ ν’ αφήσουμε τα νέφη της λήθης να σκεπάσουν την τραγική αυτή επέτειο.
Βρύσες-Σμιλές

Στις Βρύσες εκτέλεσαν είκοσι εννιά, μαζί και τρεις από τον κοντινό και ιστορικό οικισμό Σμιλέ, που ξεχώριζε στην πράσινη όχθη του ομώνυμου ποταμού. Είναι ο μοναδικός οικισμός που οριστικά έσβησε. Μετά από τα τραγικά γεγονότα δεν ξανακατοικήθηκε! Και εδώ κανένας δε διασώθηκε.
Τη συγκλονιστικότερη πληροφορία για τους μελλοθάνατους έχουμε από αγγαρεμένους νεαρούς με τα υποζύγια τους, για να μεταφέρουν όπου έφταναν τα αυτοκίνητα και στη Σχολή των Ασωμάτων τα υπάρχοντα των καταδικασμένων. Φτάνοντας έξω από το σχολειό άκουσαν να τραγουδιέται ο Εθνικός Ύμνος. Πλησίασαν και αντίκρισαν κορυφαίο του χορού τον πνευματικό του χωριού, ιερομόναχο Συμεών Δρετουλάκη από τον Οψιγιά. Ο Συμεών σταμάτησε για μια στιγμή και φώναξε: «νερό-νερό»! Είναι αδύνατον να μη θυμηθεί κανένας το «Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί» που εκφώνησε ο Χριστός προτού αποθάνει στο Σταυρό. Οι μελλοθάνατοι των Βρυσών δεν απόλαυσαν την τελευταία επιθυμία τους. Οι Γερμανοί σκοποί με ναζιστικό σαδισμό έσπασαν τις στάμνες με το δροσερό νερό που κουβάλησαν με προθυμία και κίνδυνο μεγάλο οι τρεις νεαροί.

Ο θρύλος θέλει το Συμεών να μην τον τρυπούσαν οι δολοφονικές σφαίρες. Οι δήμιοι τρόμαξαν και έτρεξαν να του κόψουν την κεφαλή να τον βρει επιτέλους ο θάνατος. Η πληροφορία που κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής, αποδίδεται στον επικεφαλής του γερμανικού φυλακίου στου Φουρφουρά. Την τραγική διήγηση του, συνόδευε με όρκους πως δε θα ξανασκοτώσει παπά. Τους θρύλους ο καθένας αντιμετωπίζει κατά την πίστη του και την κοσμοθεωρία του. Εγώ θα μεταφέρω τι γνωρίζω από τις διηγήσεις του χριστεπώνυμου πληρώματος. Ο Συμεών με λαμπρή πολεμική δράση στη Μικρασία, δε διακρινόταν μοναχά για τα χριστιανικά και φιλανθρωπικά αισθήματα του, αλλά και για τον υπέροχο πατριωτισμό, την παλικαριά και τη λεβεντιά του. Συμπλήρωνε το ιερό ευαγγέλιο με θερμούς πατριωτικούς λόγους. Στους γάμους και στα βαφτίσια και με τους Γερμανούς καμιά φορά μπροστά, τραγουδούσε πατριωτικές μαντινάδες και ριζίτικα που έκφραζαν τον πόθο του σκλάβου για τη λευτεριά.

Καρδάκι, Γούργουθοι
Στο Καρδάκι με τους γκαρδιακούς κατοίκους του, που πρέπει να τους αναθυμούνται με ευγνωμοσύνη οι Βρετανοί κατάσκοποι και οι αντιστασιακοί όλης της Κρήτης, αντί είκοσι υπέκυψαν τελικά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεκαεννιά. Μετρημένοι οι Καρδακιανοί, ο προκαθορισμένος αριθμός συμπληρώθηκε από τέσσερις Βρυσανούς, και τρεις από τους Γουργούθους, άλλο λημέρι και πλουσιοπάροχος ξενώνας Βρετανών κατασκόπων και αντιστασιακών.
Στο Καρδάκι άγνωστο για ποιους λόγους οι εκτελέσεις καθυστέρησαν. Απ΄ αυτούς που έστησαν στον τοίχο γλίτωσε ο Εμμ. Βλεπάκης γαμπρός των Καρδακιανών από τον Κεφαλά Αποκορώνου. Ο Βλεπάκης με διαμπερές τραύμα αλλά σε μη καίριο σημείο, κατόρθωσε να επιβιώσει, γιατί ο Γερμανός στρατιώτης, μπορεί και από έλλειψη ψυχραιμίας, δεν τον «φιλοδώρησε» με χαριστική βολή. Λαβωμένος με μοναδική παρέα τους σκοτωμένους συντρόφους του και την τύχη που δεν τον εγκατέλειψε μέχρι που νύχτωσε καλά, για να ξεφύγει από τον κλοιό και ύστερα από δραματική πορεία να φθάσει στο Μοναστηράκι να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, να νοσηλευτεί στη συνέχεια πολλές μέρες από το γιατρό Σκορδίλη και να διασωθεί!
Στη δίκη των εγκληματιών πολέμου στρατηγών Μπρόγερ και Μύλλερ ήτανε από τους παραστατικότερους μάρτυρες των γερμανικών ωμοτήτων στο Κέντρος. Οι δυο στρατηγοί που χρημάτισαν διοικητές «Φρουρίου Κρήτης», με θηριωδέστερο το Μύλλερ, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στο Χαϊδάρι (Μάη 1947). Έπρεπε να αντικρίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα στο Χαϊδάρι της Κρήτης. Στον περίβολο των φυλακών της Αγιάς..

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Εθνική Οργάνωσις Ρεθύμνης (Ε.Ο.Ρ.) Επαρ(χιακή) Επιτρ(οπή) Αμαρίου Έκθεσις Αυτοψίας 22-8-(19)44 (3) Του Τομεάρχου Περιφερείας Κέδρους
Εμμανουήλ Σ.Κουτάκι, Διδασκάλου Ελένων

«ΓΕΝΙΚΑ»

Τύχη σκληρά μ’ επεφύλασσε πρώτος ν΄αντικρίσω το αποτέλεσμα της Γερμανικής θηριωδίας της 22 Αυγούστου 1944. Φοβούμαι ότι δεν θα μπορέσω να βρω τ’ απαιτούμενα χρώματα και τις λέξεις να σκιαγραφήσω την τρομερή και αποτρόπαιη εικόνα, της βαρβάρου και ακατονόμαστου θηριωδίας της Ουννικής Επιδρομής, ήτις μετέβαλλε την μαγευτική κοιλάδα του Κέδρους, σε μια σωστή κόλαση του Δάντη. Σ’ ένα σωρό από καπνίζοντα ερείπια, βουβό, και που κάτω απ’ αυτά, καμένα σώματα, βρίσκονται τροφή των ορνέων και των άλλων αρπακτικών ζώων.
Ήτανε μια ήσυχη σεληνόφωτη καλοκαιρινή νύχτα του Αυγούστου, όταν κατά την 12 (δωδεκάτην) νυχτερινήν ώραν, ολόκληρος η Επαρχία μας συνταράχτηκε από τον θόρυβο των Γερμανικών αυτοκινήτων και άλλα μεν από αυτά κατηυθύνθυσαν προς την Σχολήν Ασωμάτων, άλλα δε προς το χωρίον Μέρωνα. Εξετελείτο διαταγή του αιμοσταγούς Διοικητού Φρουρίου Κρήτης, νεωτέρου Νέρωνος, περί καταστροφής τελειωτικής της Περιφερείας του Κέδρους, σφαγής και λεηλασίας, εξανδραποδισμού των κατοίκων. Για λόγους ότι ετροφοδοτούντο οι Άγγλοι κατάσκοποι, οι ανταρτικές Ομάδες και γιατί πέρασε από ‘κει ο αρπαγής στρατηγός Γερμανός Κράϊπε.

Κατά την 1 (πρώτην) μ.μ. ώραν από τα σταθμεύσαντα αυτοκίνητα εις Μέρωνα (αποβιβάζονται οι Γερμανοί) και πεζοί οι κακούργοι κατευθύνονται προς τον τόπον των μελλοντικών εγκλημάτων των το Γερακάρι. Τα σταθμεύσαντα εις Σχολήν Ασωμάτων κενούνται και πεζοί στρατιώται κατευθύνονται (εν τμήμα) διά του χωριού Νέφς Αμάρι εις Βρύσες, οι δε άλλοι διά των χωριών Λαμπιώτες Πετροχώρι, προς το χωρίον ‘Ανω-Μέρος. Άλλοι Γερμανοί στρατιώται, ορμώμενοι εκ Σπήλι Αγίου Βασιλείου, έρχονται προς Γερακάρι ίνα συντελεσθή τελειωτική η κύκλωσις του διαμερίσματος.
Ήτο η ώρα 3 (τρίτη) πρωινή, όταν η κύκλωσις είχε συντελεσθή και διά πυροβολισμών παντοίων όπλων εδόθη το σύνθημα και η αρχή της δράσεως. Επί 8 (οκτώ) ημέρας εσκόρπισαν τον όλεθρον στα μαγευτικά χωριά και τα όμορφα τοπία της Περιφερείας, εκεί που κατά το τετραετές διάστημα της Σκλαβιάς ήταν τα λημέρια των ανταρτών και της κατασκοπείας και καθενός καταδιωκομένου παρά των Γερμανών.
Την 31 (τριακοστήν πρώτην) του μηνός Αυγούστου, μετά το κόρεσμα της θηριωδίας των κτηνανθρώπων του χιτλερισμού, εγκατέλειψαν το διαμέρισμα του Κέντρους αγνώριστο. Τότε διετάχθην παρά της Επαρχιακής Επιτροπής (Αμαρίου), ής Μέλος τυγχάνω, να μεταβώ δι’ αυτοψίαν ίνα υποβάλω σχετικήν ΄Εκθεσιν.

«ΚΑΡΔΑΚΙ»

Την άλλην ημέραν το πρωί εξηκολούθησα τον δρόμο μου προς τα άλλα χωριά. Μόλις βγήκα έξω από το χωριό Ελένες τράβηξα το δρόμο προς το Καρδάκι μικρό χωριουδάκι μεταξύ Γερακάρι και Βρυσών πιο κάτω από τους Γουργούθους, που καημένοι τώρα δεν μπορούν να προσφέρουν καταφύγιο στον Παππού, στον Τόμ και στον Κατεχάκη, που κατά την κύκλωσι ήσαν εκεί και μόλις κατόρθωσαν να γλιτώσουν προς το βουνό. Μαύροι καπνίζουν κι οι Γούργουθοι. Στις 8.00 π.μ. φτάνω στο Καρδάκι. Άλλον τόπον μαρτυρίου. Κανένα σπίτι, καμιά εκκλησία, κανείς δρόμος. Μόνο χαλάσματα. Μέσα στα ερείπια ακούω κλάματα, φωνές. Πλησιάζω εκεί και μερικές γυναίκες κλαίνε πάνω από τα λείψανα των 19 (δέκα εννέα) δολοφονηθέντων κατά την αυτήν ώραν που εξετελέσθησαν και οι του Γερακαρίου. Δύο (2) μονάχα γλίτωσαν από το χωριό αυτό. Ο Σωτήριος Μοναχογιός και ο Δημήτριος Γιαννακουδάκης (Γιαννουλάκης) ή Κοντύλης, που ξέφυγαν από τον κλοιό. Γλίτωσε και ο Μανώλης Βλεπάκης, από τους είκοσι (20) που κράτησαν, γιατί πετρωμένος από τα πτώματα των άλλων δεν δέχτηκε την χαριστική βολή. Είναι όμως θανάσιμα τραυματισμένος στο στήθος με πολλές σφαίρες και τη νύχτα κρυφά έφυγε γεμάτος αίματα και μυαλά των εκτελεσθέντων. Πέρασε από τα χωριά Αμάρι-Οψιγιά και έφτασε στο Μοναστηράκι. Αυτός έδωσε και την είδηση για τα γεγονότα. Επλησίασα στον τόπο του μαρτυρίου και βλέπω κεφάλια καμένα, μαλλιά, πρόσωπα με ανοιχτά μάτια με έξω τις γλώσσες. Πάνω τους έκλαιε ο Κυδωνάκης Στυλιανός, πατέρας δυό λεβέντηδων που εξετελέσθησαν εκεί.

«ΒΡΥΣΕΣ»

Με σφιγμένη καρδιά και δάκρυα στα μάτια φεύγω για τις Βρύσες. Σε πέντε λεπτά (5′) φτάνω και αντικρίζω σωρούς από ερείπια. Με θρήνους και κλάματα υποδέχονται την άφιξη μου. Φτωχές γυναίκες και γέροι με περικυκλώνουν. Δρόμοι δεν υπάρχουν, εκκλησίες βρύσες όλα χαλασμένα, όλα καπνίζουν. Ένας από τα απομεινάρια των χωριανών ο Περισσονικολής, μου λέει: «Δάσκαλε που ‘ναι οι φίλοι σου που ‘ναι οι πιστοί συνεργάτες σου; Τους εδολοφόνησαν οι αναζήσαντες Ούννοι». Μου ομολογεί, ότι την Τρίτη το πρωί (22 Αυγούστου) εκυκλώθη το χωριό, συνελήφθησαν όλοι οι άρρενες και ενεκλείσθησαν στο Σχολείο που τώρα δεν υπάρχει και άρχισε η διαλογή τους. Ξεχώρισαν 30 (τριάντα) και τους κράτησαν κι έστειλαν άλλους 7 (επτά) στο Καρδάκι για να συμπληρωθεί ο αριθμός. ΄Εδιωξαν τα γυναικόπαιδα κατόπιν και κατά την 3 (τρίτην) απογευματινήν εγένετο η Εκτέλεσις εις το σπίτι του Ευάγγελου Χαριτάκη. Τελευταίος οδηγείτο ο ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκης, ο οποίος παρά τας επανειλημμένος ριπάς του πολυβόλου δεν έπιπτεν νεκρός. Λέγουν ότι φορούσε Τίμιο Ξύλο. Μισοσκοτωμένο τον έριξαν με τους άλλους κι έβαλαν φωτιά. Το πρωί της άλλης μέρας εγκρέμισαν με δυναμίτες το σπίτι (11). Δεν υπάρχει ούτε σπίτι όρθιο. Όλα χάμω γκρεμισμένα είναι από τους δυναμίτες και τις εκρηκτικές ουσίες που τους έβαλαν. Όλα τα τρόφιμα, τα ζώα, τα έπιπλα και σκεύη του χωριού εκλάπησαν από τους στυγερούς δολοφόνους και κακούργους. Έφυγα από το χωριό γεμάτος πόνο αλλά και μίσος κατά του κατακτητού.

Καδράκι, Βρύσες, Σμιλές – Απόσπασμα έκθεσης
«…..Ακριβώς κατά τον ίδιον τρόπον έγινε η εκτέλεσις και καταστροφή και εις τα υπόλοιπα χωρία του Αμαρίου. Αναφέρομεν ταύτα κατά σειράν με τον αριθμόν των εκτελεσθέντων και των καταστραφεισών οικιών εκάστου, επιφέροντας όσας χαρακτηριστικάς λεπτομέρειας κατορθώσαμεν να συγκεντρώσομεν:

ΚΑΡΔΑΚΙ
Ο συνοικισμός αυτός αποτελούμενος από 13 οικίας ηρίθμει 9 μόνον άνδρας, εξ ων επρόφθασαν και εδραπέτευσαν 3. Οι Γερμανοί όμως είχον ορίσει 20 να εκτελέσουν εντός αυτού, διό τούτο εις τους 6 συλληφθέντες Καρδακιανούς προσετέθησαν 14 εκ των πέριξ χωρίων Γερακάρης, Γουργούθοι και Βρύσες, οίτινες και εξετελέσθησαν καθ’ όν τρόπον και οι του Γερακάρη. Όλαι αι οικίαι κατεστράφησαν και μόνον η εκκλησία εσώθη, διότι έκειτο κάπως απόμερα και διέφυγεν την προσοχήν των Γερμανών.

ΒΡΥΣΕΣ

Το χωρίον εκυκλώθη και αυτό από βαθείας πρωίας. Οι Γερμανοί εισελθόντες διέταξαν γενικήν συγκέντρωσιν των κατοίκων. Εκ των νεωτέρων ανδρών εξετελέσθησαν 30, 8 δε ακόμη απεστάλθησαν εις το Καρδάκι προς συμπλήρωσιν, μεταξύ των οποίων ο ιερεύς του χωρίου Συμεών Δρετουλάκης. Οι λοιποί εφυλακίσθησαν εις το Ρέθυμνον. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, δερόμενοι και προπηλακιζόμενοι, ωδηγήθησαν εις το χ. Μέρωνας, οπώθεν διεσκορπισθησαν εις άλλα γειτονικά χωρία. Η λεηλασία των Βρυσών διήρκησεν 8 ημέρας. Μετά ταύτα κατεστράφησαν αι οικίαι των, 77 εν όλω.

ΣΜΙΛΕΣ

Ο συνοικισμός εξ 11 κατοικιών, καταστραφεισών. Εξετελέσθησαν 3 άνδρες, εξ ών ο είς, ο Ιω. Βαρούχας, ήτο πατήρ 7 τέκνων

Τρίτη, 10 Μαρτίου 2020 10:35

Άνω Μέρος

Written by

22 Αυγούστου 1944

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΦΟΥΡΦΟΥΛΑΚΗ

anomerosΗ καταστροφή του Άνω Μέρους και η εκτέλεση των τριάντα οκτώ (38) κατοίκων του, στις 22 Αυγούστου 1944, αποτελούν το αποκορύφωμα των συμφορών και των μαρτυρίων του ηρωικού χωριού στη διάρκεια της εχθρικής Κατοχής.

Το χρονικό της καταστροφής, με πολλή συντομία, έχει ως ακολούθως:

Οι Γερμανοί (περίπου 150 στρατιώτες, με ελαφρό οπλισμό) κύκλωσαν το Άνω Μέρος τα χαράματα της 22 Αυγούστου 1944, ημέρα Τρίτη. Τη νύχτα της παραμονής ήλθαν, προερχόμενοι από το Ρέθυμνο, στον Αφράτε με τα αυτοκίνητα τους και από εκεί πεζοπορούντες για δυο ώρες έφθασαν στο χωριό. Κινήθηκαν σε φάλαγγα στη διαδρομή Αφράτες – Πετροχώρι – Αύλακας - Ρουπακιάς. Από το σημείο αυτό χωρίστηκαν σε δυο τμήματα. Το ένα κινήθηκε ΝΑ, έφθασε και κύκλωσε το χωριό από το «Κατωχώρι» και το άλλο ΒΔ και κύκλωσε το «Πανωχώρι».

Η κύκλωση ολοκληρώθηκε γύρω στις 4.30 το πρωί. Οι χωριανοί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς από τα επίμονα, συνεχή και άγρια γαυγίσματα των σκύλων και από ένα πυροβολισμό που ρίχτηκε στο «Πανωχώρι» κατά τις 4 το πρωί. Τον έριξε ένας Γερμανός εναντίον του Μανώλη Ν. Καπαρού, που νέος τότε, μόλις αντιλήφθηκε τους Γερμανούς επιχείρησε να διαφύγει. Ο πυροβολισμός αυτός (που ακούστηκε Πανωχώρι Κατωχώρι) έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να ξεφύγουν από τον κλοιό και να σωθούν (Μπαγούρηδες κ.α.). Όσοι δεν πρόλαβαν έτρεξαν να κρυφτούν, όπου μπορούσαν, πριν ξημερώσει. Μόλις έφεξε η μέρα, οι Γερμανοί σκορπίστηκαν στα σπίτια και στους δρόμους, έβριζαν, φώναζαν, κτυπούσαν, πυροβολούσαν σκοτώνοντας τα σκυλιά και καλούσαν τους χωριανούς να συγκεντρωθούν στο Σχολείο. Παράλληλα έψαχναν στους στάβλους και στους αχυρώνες κι όσους έβρισκαν να κρύβονται τους έφερναν σε κακή κατάσταση, επίσης, στο Σχολείο. Στη δυτική αίθουσα μπαίνανε οι άνδρες και τα παιδιά από 16 χρονών και πάνω και στην ανατολική τα γυναικόπαιδα.

Γύρω στις 8-8.30 άρχισε στην αίθουσα των ανδρών ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Ένας-ένας σηκώνουνταν οι χωριανοί, δίνανε την ταυτότητα τους στο Γερμανό διερμηνέα «Ερμαν» ο οποίος αφού σύγκρινε τα στοιχεία του ελεγχόμενου με τα στοιχεία καταστάσεων που είχε μπροστά του ο επικεφαλής διοικητής, τους υποδείκνυε μετά από συνεννοήσεις συζητήσεις (με το διοικητή) σε ποιο σημείο της αίθουσας να σταματήσουν. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου (που αποσκοπούσε στην επιλογή των μελλοθανάτων) υπέπεσαν στην αντίληψη μου τα εξής:

α. Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Στυλιανού Εμμ. Κουγιτάκη, του ζήτησαν οι Γερμανοί να τους παρουσιάσει (ήταν βέβαια παρόντες) και τους δυο άλλους αδελφούς του Ηλία και Γιάννη. Εκτελέστηκαν και οι τρεις. Λέγεται ότι αργότερα οι Γερμανοί ζήτησαν και από το Θοδωρή Λινοξυλάκη να τους επιδείξει τους αδελφούς του (οι οποίοι πάντως δεν είχαν συλληφθεί), αλλά αυτός αρνήθηκε ότι είχε αδέλφια. Ο Θοδωρής Λινοξυλάκης εκτελέστηκε.

β. Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Γιώργη Εμμ. Κατσαντώνη, φοιτητή της Νομικής ακολούθησε σύντομη συζήτηση μεταξύ αυτού και των Γερμανών και κατόπιν τον έβαλαν στη θέση των μελλοθανάτων. Είναι αυτονόητο ότι και αυτός εκτελέστηκε.

γ. Σε κακή κατάσταση (από την κακοποίηση) έφεραν στο σχολείο τους εξαδέλφους Εμμανουήλ Θ. Μαθιουδάκη και Γεώργιο Εμμ. Σταυρουλάκη, που τους βρήκανε να κρύβονται σε αχυρώνα. Και οι δυο εκτελέστηκαν. Ο Εμμανουήλ παπά Θεόδωρου Φουρφουλάκης δάσκαλος, που ήταν κρυμμένος επάνω στη μουρνιά, που βρίσκεται και σήμερα στην αυλή του, μαζί με τον Πανάγο Ν. Καπαρό, τους είδαν όταν τους βγάλανε οι Γερμανοί από τον αχυρώνα του «Πυρηνοθοδωρή». Τους κτυπούσαν αλύπητα στο κεφάλι με τον υποκόπανο των όπλων τους.

δ. « Ο Γέρο Ζάχαρης Φραγκουδάκης ψιθυρίζοντας ( στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου) παρακινούσε τους χωριανούς « να τονέ μουντάρομενε μωρέ», «θα μασέ σκοτώσουν». Την ίδια παρακίνηση έκανε στους χωριανούς και ο Εμμανουήλ Χατζηδάκης (Χατζήμανώλης) αργότερα όταν φεύγαμε αδειάζοντας το χωριό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Φουρφουλάκη μια τέτοια ενέργεια ήταν αδιανόητη κείνη τη στιγμή. Ούτε όπλο ούτε «βέργα» υπήρχε στα χέρια τους. Υπήρχε το θάρρος αλλά δεν υπήρχε ο τρόπος να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.

ε. Τους ξένους που βρισκόταν στο χωριό κατά τον έλεγχο τους χώρισα και τους τοποθέτησαν στο ΝΔ. τμήμα της αίθουσας. Δε σκότωσαν από αυτούς κανέναν, ενώ στα άλλα χωριά σκότωσαν τους περισσότερους. Με τους ξένους ανακατεύτηκε και ο νεαρός τότε Μιχάλης Διαμαντάκης, που είχε χάσει την ταυτότητα του και σώθηκε.

στ. Σε κάποια στιγμή ρίχτηκε στην αυλή του Σχολείου ένας πυροβολισμός. Υποθέσαμε πως κάποιον σκότωσαν και σηκωθήκαμε όλοι από τα θρανία για να δούμε τι συμβαίνει. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, άρχισαν τις φωνές και μας πρότειναν τα όπλα. Μάλιστα ένας στρατιώτης πήδησε και βγήκε πάνω στο τραπέζι του Διοικητή και μας πρότεινε το ταχυβόλο ουρλιάζοντας. Καθίσαμε αμέσως κάτω.

ζ. Μετά το περιστατικό που ανέφερα προηγουμένως για τον πυροβολισμό στη αυλή του σχολείου οι Γερμανοί μας αραίωσαν. Πήραν από μια παρτίδα από 22 άτομα και μας έκλεισαν στο Γραφείο του Σχολείου. Από εκεί ήλθαν σε λίγο και πήραν 10 άτομα (αριθμητικά 1,2,3...) και τους κλείσανε ξανά στην αίθουσα, προφανώς για να συμπληρωθεί ο αριθμός 30, που πρόβλεπε η διαταγή να εκτελέσουν. Τους υπόλοιπους 12 μας πήγαν συνοδεία στα σπίτια μας, πήραμε ρούχα και τρόφιμα για δυο μέρες και μας οδήγησαν έξω από το χωριό, με προορισμό τις φυλακές στο Ρέθυμνο.

Στη συνέχεια των περιστατικών που προαναφέραμε έγινε η φοβερή ανακοίνωση προς τα γυναικόπαιδα: «Το χωριό σας έδειξε ασέβεια προς τις Γερμανικές διαταγές και θα τιμωρηθεί. Περιέθαλψε τους Άγγλους σαμποτέρ και τους Έλληνες συμμορίτες και δε συνεργάστηκε μαζί μας για την ανεύρεση του στρατηγού Κράιπε. Τώρα θα πληρώσει. Θα πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ότι μπορείτε και σε μια ώρα θα είστε όλοι εδώ, για να φύγετε από το χωριό. Στους δικούς σας που κρύβονται θα πείτε να παρουσιαστούν, γιατί όποιος παραμείνει ύστερα από μια ώρα θα τουφεκίζεται».
Καταλαβαίνει καθένας τι επακολούθησε ύστερα από τη φοβερή αυτή ανακοίνωση και εντολή. Όλοι τρέξανε στα σπίτια τους, ειδοποίησαν τους δικούς τους να παρουσιαστούν, πήραν ό,τι πρόχειρο έβρισκαν και κυρίως ψωμί, ελιές, λίγα ρούχα και γύρισαν στο Σχολείο.

Κατά τις 11 περίπου το πρωί ξεκίνησε μια τεράστια φάλαγγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πολλοί ανήμποροι, γέροι, γριές και άρρωστοι συνοδεία Γερμανών και χωροφυλάκων με κατεύθυνση προς τις Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, Γερακάρι, Ελένες και τελικό προορισμό το Μέρωνα. Το καραβάνι αυτό της συμφοράς και της οδύνης, που στην πορεία συνεχώς αύξανε από τους ξερριζωνόμενους και των άλλων χωριών, έφτασε κουρασμένο, λυπημένο, πεινασμένο και εξαντλημένο στο Μέρωνα το βράδυ και στρατοπέδευσε σ' ένα χωράφι στο κέντρο του χωριού για να διανυκτερεύσει. Σ' όλη τη διάρκεια της νύχτας οι πρόσφυγες ήσαν κυκλωμένοι από Γερμανούς και Χωροφύλακες. Θα κόντευε μεσάνυχτα όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να διώξουν με αυτοκίνητα τους άνδρες και τις κοπέλες, που προορίζονταν για τα «σύρματα» στο Ρέθεμνο ( Φρούριο Φορτέτζας). Με έκπληξη όμως διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι είχαν εξαφανιστεί! Είχαν διαφύγει όχι μόνο από το Μέρωνα, αλλά και κατά τη διαδρομή από τα χωριά τους προς το Μέρωνα. Άρχισαν τότε με φακούς να μας ψάχνουν μέσα στον καταυλισμό. Τούτο όμως ήταν πολύ δύσκολο και λόγω του σκότους αλλά και της στενότητας του χώρου. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν.
Ελάχιστους έδιωξαν εκείνο το βράδυ και το εγχείρημα επανέλαβαν την επόμενη. Πράγματι πρωί πρωί μάζεψαν άνδρες και κοπέλες απ' όλα τα χωριά, τους μετέφεραν στο Ρέθυμνο και τους έκλεισαν στα «σύρματα». Μετά από 18 μέρες απόλυσαν όλους τους Ανωμεριανούς και των άλλων χωριών, εκτός από 5 Γερακαριανούς που απομόνωσαν στις φυλακές και από τους οποίους τον ένα εκτέλεσαν (τον Ταταρογιάννη), και τους άλλους τέσσερις ελευθέρωσαν μετά δύο περίπου μήνες.

Όσους δε μετάφεραν στα «σύρματα» στο Ρέθυμνο το ίδιο πρωί τους συνόδευσαν από το Μέρωνα μέχρι τους Αποστόλους και εκεί τους είπαν: «... Από τη στιγμή αυτή είστε ελεύθεροι. Μπορείτε να πάτε όπου θέλετε. Πίσω στα χωριά σας δε μπορείτε να γυρίσετε...». Μετά από την εντολή αυτή σκόρπισαν οι άνθρωποι σ' όλα τα χωριά της επαρχίας. Από εκείνη τη στιγμή γλίτωναν από το μαρτύριο της επιτήρησης, της κράτησης και της σκλαβιάς και παραδίδονταν στο μαρτύριο της προσφυγιάς. Το μαρτύριο αυτό, που για άλλους κράτησε ένα χρόνο και για άλλους περισσότερο, έχει να παρουσιάσει μια σειρά από συγκλονιστικές σκηνές, απερίγραπτες συγκινήσεις και πράξεις αλτρουισμού και συναντίληψης. Αποτελεί η περίοδος αυτή τίτλο τιμής για τους κατοίκους ολόκληρης της επαρχίας Αμαρίου, που έδωσαν με απλοχεριά στέγη και προστασία στους πρόσφυγες. Μα συγχρόνως αποτελεί τίτλο τιμής για τους υπερήφανους κατοίκους των «καμένων χωριών». Με καρτερία και αξιοπρέπεια αντιμετώπισαν τη μεγάλη δοκιμασία. Στάθηκαν όρθιοι, δούλεψαν σκληρά, δε ζητιάνεψαν, δεν έχασαν το θάρρος τους. Οπωσδήποτε όμως ποτέ δε θα ξεχάσουν την αδελφική συμπαράσταση των συνεπαρχιωτώντους Αμαριωτών.

Ξαναγυρίζομε τώρα στο Άνω Μέρος για να παρακολουθήσουμε το δράμα του χωριού και των δυστυχισμένων 30 (τριάντα) ανδρών, που αφήσαμε φεύγοντας κλεισμένους στο σχολείο, καθώς και των 8 ( οκτώ) γερόντων, γριών, και αρρώστων, που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να ακολουθήσουν τη φάλαγγα.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι από τους κρατούμενους και τους γέροντες δεν επέζησε κανείς. Στερούμαστε λοιπόν άμεσων μαρτυριών. Περιγράφουμε τα γεγονότα με υποθέσεις και κυρίως με βάση τα όσα έγιναν στα άλλα χωριά και τα όσα μας είπαν οι Ανωμεριανοί, που παρακολούθησαν τα συμβαίνοντα από τα γύρω υψώματα.
Μόλις βίαια εγκαταλείψαν το χωριό τους οι Ανωμεριανοί, άρχισαν οι εκτελέσεις των μελλοθανάτων. Οι πρώτοι πυροβολισμοί, σε ριπές αυτομάτων όπλων, ακούστηκαν όταν οι πρόσφυγες φτάνανε στις Δρυγιές, δηλ. ύστερα από μισή ώρα. Τους άκουγαν όλοι που βρισκόταν έξω από τον κλοιό, στην «Κορυφή», στις «Φασόκοιτες», στη «Σάμιτο». Τους κρατούμενους τους οδηγούσαν δύο- δύο δεμένους στον τόπο των εκτελέσεων, γι' αυτό και κανείς δε μπόρεσε να φύγει. Στις 2 μ.μ σίγησαν τα τουφέκια και υπολογίζουμε αυτή την ώρα να είχαν τελειώσει οι εκτελέσεις. Τους γέροντες τους σκότωσαν σποραδικά, σε διάφορα σημεία του χωριού. Ως τόποι των ομαδικών εκτελέσεων χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα γειτονικά σπίτια. Των: Γεωργίου Τριχάκη, Λαζάρου Τριχάκη, Νίκου Καπαρού και Χαρίτου Σταυρουλάκη. Μετά τις εκτελέσεις έβαλαν φωτιά, έκαψαν τα σπίτια και τους σκοτωμένους και στη συνέχεια τα γκρέμισαν με δυναμίτες και πετρώθηκαν τα πάντα. Η ταφή των νεκρών από τα συντρίμμια των σπιτιών ήταν πλήρης και χρειάστηκε κόπος για την ανακάλυψη τους.

Από την επόμενη μέρα άρχισε το έργο της λεηλασίας του χωριού, καθώς και το κάψιμο και το γκρεμισμάτων σπιτιών. Για τη μεταφορά των κλοπιμαίων επιστρατεύτηκαν πολλοί μετά ζώα τους από τα γύρω χωριά. Τα ρούχα, τα τρόφιμα και τα άλλα είδη μεταφέρθηκαν στον Αφρατέ κι απ' εκεί με αυτοκίνητα στο Ρέθυμνο. Το έργο της καταστροφής και της λεηλασίας κράτησε 6 (έξι) μέρες κι όταν τα χαράματα της 27 Αυγούστου ( Κυριακή)έφυγαν οι Γερμανοί, άφησαν πίσω τους μόνο ερείπια και σκοτωμένους.

Μαυρίλα σκέπαζε όλο το χωριό. Οι οσμές από το κάψιμο και από τα σκοτωμένα και σφαγμένα ζώα, που ήσαν κατάσπαρτα σ' όλες τις γειτονιές, σ' εμπόδιζαν να πλησιάσεις. Όλα τα σπίτια καμένα και γκρεμισμένα. Το Σχολείο, ο καθεδρικός ναός του Άνω Μέρους ( Παναγία) και η εκκλησία του νεκροταφείου. Η εκκλησία της Παναγίας χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ως σφαγείο ζώων και αποχωρητήριο!!!
Από την επόμενη άνοιξη (1945) άρχισαν δειλά δειλά οι Ανωμεριανοί να επιστρέφουν στο χωριό τους και να προσπαθούν να οικοδομήσουν μια γωνία, για να ξαναφτιάξουν το χωριό τους. Χρειάστηκαν κόποι, ιδρώτας και κρύα πολλών χρόνων για να στεριώσει πάλι το Άνω Μέρος, να δημιουργηθεί ό,τι υπάρχει. Η εργατικότητα, η μεθοδικότητα και η καρτερία δημιούργησε το Άνω Μέρος που βλέπουμε σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια. Όλα ξανάγιναν καλύτερα και μόνο οι ηρωικοί νεκροί απουσιάζουν. Τα οστά τους όμως, συγκεντρωμένα με προσοχή, φυλάσσονται με ευλάβεια στο πολυτελέστατο κενοτάφιο του λαμπρού Ηρώου που αναγέρθηκε προς τιμή τους.

Το Ηρώο του Άνω Μέρους, μοναδικό στο είδος του, είναι ανάλογο της θυσίας των εθνομαρτύρων και του πολιτισμού των Ανωμεριανών, που μόχθησαν και δαπάνησαν για την κατασκευή του. Στημένο σε θέση περίοπτη και φωτιζόμενο με προβολείς, φαίνεται τη νύχτα από το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, και αποτελεί στολίδι και κόσμημα της περιοχής, αλλά και σύμβολο των αξιών της ανδρείας, της θυσίας, της ανθρωπιάς και της ελευθερίας. Αξίες που με παραδειγματική αφοσίωση υπηρετούν πάντοτε οι Ανωμεριανοί.

Γύρω από το καλλιμάρμαρο Ηρώο, κάθε χρόνο, στις 22 Αυγούστου συγκεντρώνονται, απ' όπου κι αν κατοικούν, οι Ανωμεριανοί, για να τιμήσουν και να κλάψουν τους ένδοξους νεκρούς τους, να προσευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής τους και να τους διαβεβαιώσουν πως η Μνήμη τους είναι και θα παραμείνει αιώνια.

Οι εκτελεσθέντες

Οι εκτελεσθέντες στο Άνω Μέρος στις 22 Αυγούστου 1944 είναι:
Ιωάν. Γ. Βουμβουλάκης
Γεώργ. Στ. Μπαγουράκης
Αντων. Ι. Βουμβουλάκης
Κωνστ. Ν. Μπαγουράκης
Εμμ. Ι. Κατσαντώνης
Ιωάνν. Ν. Μπαγουράκης
Γεώργ. Ε. Κατσαντώνης
Εμμ. Ζ. Μπαγουράκης
Στυλ. Ε. Κατσαντώνης
Ιάκ. Σ. Μπούτζουκας
Ρούσα θ. Κατσαντώνη
θεοδ. Μ. Παναγιωτάκης
Ηλ. Ε. Κουγιτάκης
Αμαλία Χ. Παπουτσάκη
Ιωάνν. Ε. Κουγιτάκης
Αλέξ. Α. Παπουτσάκης
Στυλ. Ε. Κουγιτάκης
Απόστ. Π. Παττακός
Εμμ. Ι. Κουγιτάκης
Ζαχ. Γ. Παττακός
Γεώργ. Α. Κυριακάκης
Εμμ. Α. Σοφιαδάκης
Ιωάνν. Γ. Κυριακάκης
Διογ. Χ. Στουρουλάκης
Γεώργ. Α. Λεμονάκης
Γεώργ. Ε. Σταυρουλάκης
Ευαγγελία. Γ. Λεμονάκη
Εμμ. Ι. Τριχάκης
Αντων. Μ. Λεμονάκης
Μιχ. Λ. Τριχάκης
θεοδ. Γ. Λινοξυλάκης
Εμμ. Ζ. Φραγκουδάκης
Εργινούσα Ε. Μαθιουθάκη
Ιωάν. Γ. Χατζηδάκης
Εμμ. θ. Μαθιουδάκης
Δίον. Ε. Χανδράκης

Κείμενα από την έκδοση του Δήμου Συβρίτου-
Αρχείο Ιστορικών Ερευνών για το Ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους
«Αφιέρωμα στο Κέντρος, Μέρος 3ο : Άνω Μέρος»
σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό Ρεθύμνου

ΤΟ ΑΝΩ ΜΕΡΟΣ (ΚΑΙ ΟΙ ΔΡΥΓΙΕΣ) ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ Μ.ΜΑΝΟΥΡΑ, Ε.ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Στο διάστημα της κατοχής το Άνω Μέρος επισκεπτόταν μεμονωμένοι Γερμανοί στρατιώτες για υπηρεσία όπως π.χ. για να ρυθμίσουν θέματα της περιοδικής αναγκαστικής εργασίας ή για άλλους λόγους Έγιναν επίσης δύο τρεις «κυκλώσεις» από στρατιωτικές μονάδες για έρευνες και συλλήψεις «υπόπτων». Τον υπόλοιπο καιρό το Άνω Μέρος και η υπόλοιπη περιοχή ήταν «ελεύθερο έδαφος». Φιλοξενούσε Άγγλους των υπηρεσιών κατασκοπείας, συνδέσμους των αντάρτικων ομάδων καταδιωκομένους από τους Γερμανούς κλπ. Όλοι αυτοί κινιόνταν στην περιοχή σχεδόν χωρίς προφυλάξεις.

Και ενώ η Ελλάδα και το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης βρισκόταν στις παραμονές της απελευθέρωσης, λίγα δεκάλεπτα πριν από την αυγή της 22ας Αυγούστου 1944, τα χωριά της ρίζας του Κέντρους «κυκλωνόταν» από ισχυρές Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στο Άνω Μέρος η στρατιωτική μονάδα ανέβηκε από τον Αφρατέ Πετροχώρι Αύλακα. Λίγοι από τους κατοίκους που αντιλήφθηκαν τους στρατιώτες, κυρίως εκείνοι που τα σπίτια τους βρισκόταν στις παρυφές του χωριού, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, κατάφεραν να βρεθούν έξω από τον κλοιό που σχημάτισαν οι Γερμανοί. ΄Ολους τους άλλους συγκέντρωσαν στο Σχολείο του χωριού. Στη μία αίθουσα έβαλαν τους άνδρες και στην άλλη τα γυναικόπαιδα. Από ένα κατάλογο ξεχώρισαν 30 άνδρες που τους κράτησαν. Στις 10 το πρωί μπήκε στην αίθουσα που βρισκόταν τα γυναικόπαιδα ένας Γερμανός και είπε ελληνικά περίπου τα εξής:«Θα πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ό,τι μπορείτε και σε μια ακριβώς ώρα θα επιστρέψετε εδώ. Οι στρατιώτες έχουν διαταγή να πυροβολούν χωρίς καμία προειδοποίηση όποιο συναντούν στο χωριό μετά από μία ώρα».

Οι κάτοικοι πήραν ό,τι μπόρεσαν και στις 11 το πρωί βρέθηκαν μπροστά στο Σχολείο, από όπου με συνοδεία στρατιωτών ξεκίνησαν προς τις Δρυγιές. Οι Δρυγιές, άγνωστο γιατί, δεν κυκλώθηκαν. Οι άνδρες όταν το πρωί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς στρατιώτες στο Άνω Μέρος, έφυγαν από το χωριό τους και έμειναν μόνο γυναικόπαιδα και γέροι. Αλλά κι αυτούς τους συγκέντρωσαν οι Γερμανοί και ακολούθησαν την ίδια τύχη των κατοίκων του Άνω Μέρους. Λίγες ώρες μετά την απομάκρυνση των κατοίκων, γύρω στις 3 μ.μ., οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 30 άνδρες που είχαν κρατήσει. Μαζί με αυτούς σκότωσαν άλλους 4 άνδρες και 4 γυναίκες που αρνήθηκαν να φύγουν από το Άνω Μέρος, ελπίζοντας ότι οι Γερμανοί δεν θα τους πείραζαν.

Αμέσως μετά τις εκτελέσεις, ειδικό συνεργείο καταστροφών από Γερμανούς άρχισε το έργο του. Μέσα σε έξι μέρες καταστράφηκαν και χάθηκαν οι κόποι πολλών δεκαετιών. Τα δύο χωριά, Άνω Μέρος και Δρυγιές, μεταβλήθηκαν σε ερείπια. Στις 200 περίπου οικοδομές που καταστράφηκαν συμπεριλαμβανόταν και το σχολείο και η εκκλησία.

Οι Ανωμεριανοί και Δρυγιανοί, μαζί με τους άλλους κατοίκους των υπόλοιπων χωριών, με τη συνοδεία πάντα Γερμανών στρατιωτών, βρέθηκαν το βράδυ της ίδιας ημέρας στο Μέρωνα, από όπου την επόμενη άρχισαν να διασκορπίζονται σε διάφορες κατευθύνσεις. Το Άνω Μέρος με τις Δρυγιές έμελλε να καταβάλει βαρύ το φόρο του αίματος και των υλικών αγαθών στο τελευταίο Μεγάλο Αγώνα του Ελληνισμού για την Ελευθερία